O Antonio Lucio Vivaldi (4 Μαρτίου 1678 – 28 Ιουλίου 1741),
γνωστός και με το προσωνύμιο il Prete Rosso (= ο κόκκινος παπάς) λόγω του
χρώματος των μαλλιών του, υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους κλασικούς
συνθέτες και βιολιστές. Έγινε διάσημος κυρίως για τα κοντσέρτα του, ανάμεσα στα
οποία είναι και «οι Τέσσερις Εποχές», ενώ έγραψε και περισσότερες από 40
όπερες.
Ο διάσημος Ιταλός συνθέτης γεννήθηκε στη Βενετία το 1678, τη
μέρα που ένας ισχυρός σεισμός τρόμαξε την πόλη των νερών. Βαφτίστηκε αμέσως
μετά τη γέννησή του από τη μαία που τον ξεγέννησε. Πάντως, η επίσημη βάπτισή
του δεν έγινε παρά μόνο δύο μήνες αργότερα, καθυστέρηση που θα μπορούσε να
αποδοθεί σε προβλήματα υγείας του βρέφους. Ο νεαρός ακολούθησε το δρόμο του
πατέρα του Giovanni Battista Vivaldi που εργαζόταν σαν βιολιστής στην εκκλησία
του Αγίου Μάρκου. Από αυτόν άρχισε να μαθαίνει το βιολί. Σιγά σιγά κατάφερε να
παίζει βιολί και να γράφει μουσική μέσα σε μια Βενετία που αναζητούσε μουσική
επένδυση τόσο για τις θρησκευτικές όσο και για τις κοσμικές της δραστηριότητες.
Ο Βιβάλντι αποφάσισε να ακολουθήσει ιερατικό βίο. Όμως,
λίγο μετά από τη χειροτονία του, ένα ιατρικό πρόβλημα εμφανίζεται και πάλι για
να στρέψει αλλού την πορεία της ζωής του. Ο 25χρονος Βιβάλντι ισχυρίζεται ότι
δεν μπορεί να ψάλλει τη λειτουργία επειδή βασανίζεται από μια strettezza di
petto, μια συσφικτική ενόχληση στο στήθος. Η κοινωνία της Βενετίας δεν θα τον
ακούσει ποτέ να ψέλνει.
Ο ταλαντούχος συνθέτης θα συνεχίσει να ταλαιπωρείται από
μια «εσωτερική φωτιά», όπως γράφουν οι βιογράφοι του, σε όλη τη διάρκεια της
ζωής του. Μάλιστα, θα αφήσει την τελευταία του πνοή, σε ηλικία 63 ετών, στη
Βιέννη.
Οι συνθήκες του θανάτου του δεν ήταν ίσως άσχετες με το
πρόβλημα υγείας του. Στα 1740, η μόδα είχε αλλάξει στη Βενετία. Διάσημος, αλλά
με πολλά οικονομικά προβλήματα, ο Vivaldi στρέφεται στις αυλές των Ευρωπαίων
βασιλιάδων. Το 1717 προσλαμβάνεται στην αυλή του πρίγκιπα Φιλίππου, κυβερνήτη
της πόλης Μάντοβα. Η γαμήλια καντάτα του Gloria e Imeneo (RV 687) γράφτηκε για
τους γάμους του Λουδοβίκου 15ου και η καντάτα La Cetra ήταν αφιερωμένη στον Αυτοκράτορα
Κάρολο 6ο που είχε συναντήσει στην Τεργέστη, στα 1728. Ο Κάρολος θαύμαζε τη
μουσική του Βιβάλντι.
Στη Μάντοβα γνώρισε την τραγουδίστρια Anna Giraud, η οποία
αποφάσισε να πάει να ζήσει μαζί του. Ο ίδιος ο συνθέτης, που το 1720 επέστρεψε
στη Βενετία, ισχυριζόταν ότι η κοπέλα αυτή δεν ήταν τίποτα περισσότερο από
οικονόμος του σπιτιού του και καλή φίλη, όπως άλλωστε και η αδελφή της, Paolina
Giraud, η οποία επίσης μοιραζόταν το σπίτι του. Ο Βιβάλντι έμεινε μαζί με την
Anna Giraud (η οποία πέθανε το 1750) μέχρι το τέλος της ζωής του.
Στο συνθέτη δόθηκε ο τίτλος του ιππότη και μια πρόσκληση
για τη Βιέννη. Ο Vivaldi φτάνει στη Βιέννη το Μάιο του 1740 αναζητώντας μια
καινούργια Βενετία. Όμως, σχεδόν τέσσερις μήνες μετά την άφιξή του, ο Κάρολος (Charles
VI) πεθαίνει από τροφική δηλητηρίαση, χωρίς να αφήσει διάδοχο. Ο συνθέτης
βλέπει την πύλη της αυτοκρατορικής αυλής να κλείνει γι’ αυτόν. Η νέα
αυτοκράτειρα Μαρία Θηρεσία έχει άλλες προτεραιότητες.
Όπως αρκετοί συνθέτες της εποχής, έτσι και ο Βιβάλντι
πέρασε τα τελευταία του χρόνια με πολλές οικονομικές δυσκολίες. Οι συνθέσεις
του δεν τύγχαναν της ίδιας εκτίμησης όπως κάποτε στη Βενετία. Τα μεταβαλλόμενα
μουσικά γούστα του κοινού γρήγορα κατέστησαν τις συνθέσεις του εκτός εποχής. Έτσι,
ο συνθέτης αναγκάστηκε να πουλήσει μεγάλο αριθμό των χειρογράφων του σε
εξευτελιστικές τιμές προκειμένου να χρηματοδοτήσει το ταξίδι του στη Βιέννη το
1740.
Η ψυχική του φόρτιση είναι μεγάλη, αρκετή ίσως για να
πυροδοτήσει την «εσωτερική φωτιά» που θα του πάρει τη ζωή κατά τη διάρκεια της
νύχτας της 27ης προς 28η Ιουλίου 1741, σε ένα νοικιασμένο
σπίτι, στη γειτονιά του Karntner Tortheater. O Formichetti αναφέρει ότι «ο
θάνατος του συνθέτη επήλθε κατά τη διάρκεια της νύχτας, αλλά κατεγράφη στα
αρχεία της ενορίας του Αγίου Στεφάνου την επομένη το πρωί»
Ο Βιβάλντι πέθανε φτωχός σε ηλικία 63 ετών. Την 28η
Ιουλίου 1741 τάφηκε σε έναν απλό τάφο στο νεκροταφείο του νοσοκομείου της
Βιέννης. Η κηδεία του μεγάλου συνθέτη έλαβε χώρα στον καθεδρικό ναό του Αγίου
Στέφανου όπου ο νεαρός Χάυντν συμμετείχε στην παιδική χορωδία του ναού. Το
σπίτι όπου ζούσε ο συνθέτης στη Βιέννη κατεδαφίστηκε.
Η νόσος του Βενετσιάνου μουσικού έμεινε ιατρικά αδιάγνωστη,
μια σποραδική αναφορά που εμφανίζεται με τη γέννησή του και επανέρχεται σε
σημαντικές στιγμές του βίου του. Πρόκειται για μια νόσο που ενώ επηρέασε τη ζωή
του και τον οδήγησε στο θάνατο, δεν επηρέασε το έργο του, αλλά και τις ποικίλες
και σωματικά επίπονες μετακινήσεις του στην Ευρώπη. Ο Βιβάλντι έγραφε με
χειμαρρώδη ρυθμό: στην τριετία 1725-1728 συνέθεσε οκτώ όπερες, οι οποίες
ανέβηκαν σε Βενετία και Φλωρεντία. Ο Abbot Conti γράφει «Σε λιγότερο από τρεις
μήνες, ο Vivaldi συνέθεσε τρεις όπερες». Κατά την ίδια περίοδο, ο συνθέτης συνέθεσε
και δημοσίευσε τις παρτιτούρες πολλών κονσέρτων. Στα 1725, δημοσιεύτηκε το Il
Cimento dell' Armοnia e dell'invenzione, οpus 8, στο Άμστερνταμ. Επρόκειτο για
συλλογή δώδεκα προγραμματικών κονσέρτων, όπως «Οι τέσσερεις εποχές» (που
γράφτηκαν γύρω στο 1722-1724), «Καταιγίδα στη θάλασσα», «Τέρψη», «Το Κυνήγι».
Έγραψε συνολικά περισσότερα από 500 κονσέρτα, 73 σονάτες,
46 όπερες, συμφωνίες και πολλές σελίδες θρησκευτικής μουσικής. Ταξίδεψε σε
πολλές ευρωπαϊκές πόλεις, συνήθως με τη συνοδεία του πατέρα του, παντού όπου ανθούσε
το λυρικό θέατρο: Ρώμη, Μιλάνο, Φερράρα, Πράγα, Άμστερνταμ. Αναμίχθηκε ενεργά
στην έκδοση και στο ανέβασμα πολλών έργων του, δίδαξε βιολί στο Pio Ospedale
della Pietà, ένα από τα τέσσερα ορφανοτροφεία της Βενετίας και συναναστράφηκε
με σημαντικούς καλλιτέχνες και ηγεμόνες της εποχής του.
Φαίνεται ότι τα προβλήματα της υγείας του έμειναν καλά
κρυμμένα από τις συναναστροφές του, αλλά χρησιμοποιήθηκαν από τον ίδιο για να
αποφύγει τα ενοχλητικά καθήκοντα της ιεροσύνης. Η αναπνευστική πάθηση που δεν
επέτρεπε στο Vivaldi να ψάλλει τη θεία λειτουργία, ίσως επηρέασε το σύνθετη
(στο βαθμό που της αναλογεί) στο καλλιτεχνικό του έργο. Επέλεξε σαν κύρια
μουσική φόρμα το κονσέρτο, όπου ανέπτυξε τη δραματική αντιπαράθεση ανάμεσα στο
εγώ και στην ομάδα, στο σολίστα και στην υπόλοιπη ορχήστρα. Οι δύο
αντιπαρατιθέμενες ορχηστρικές δυνάμεις, τα μαζικά tutti και ο μοναχικός, αλλά μαχόμενος
solist, εμφανίζονται σαν η θεωρητική σύνοψη της εσωτερικής ισορροπίας του
συνθέτη.
Ευθυγραμμιζόμενος με την ορχήστρα ή αγνοώντας την,
συγκρουόμενος μαζί της ή προσπαθώντας να την σαγηνεύσει, συναινετικός ή
επαναστάτης, ο solist του Vivaldi αποτελεί μια διαρκή ενσάρκωση της μάχης του
ατόμου εναντίον της ομάδας, από την οποία το άτομο επιθυμεί να δραπετεύσει ή
στην οποία επιθυμεί να διεισδύσει, να την κατακτήσει και να κυριαρχήσει.
Ο Vivaldi εξερεύνησε μεθοδικά κι επίμονα στα κονσέρτα του
κάθε δυνατότητα και κάθε όργανο. Ασφαλώς, ευνόησε το βιολί (221 κονσέρτα για
solo βιολί και ορχήστρα), αλλά ενδιαφέρθηκε επίσης για πολλά άλλα όργανα, όπως
το recorder, το φλάουτο, το piccolo, το κλαρινέτο, το όμποε, το bassoon, την
τρομπέτα, τη viola d'amore και το μαντολίνο.
Μετά τους ναπολεόντειους πολέμους, φάνηκε ότι το μεγαλύτερο
μέρος των έργων του είχε χαθεί οριστικά. Ωστόσο, το φθινόπωρο του 1926, μετά
από μια μεθοδική έρευνα, βρέθηκαν 14 φάκελοι με έργα του συνθέτη στη βιβλιοθήκη
ενός μοναστηριού του Piemonte, στη Βόρεια Ιταλία. Έλειπαν όμως αρκετές σελίδες.
Η έρευνα συνεχίστηκε. Τον Οκτώβριο του 1930, οι σελίδες αυτές βρέθηκαν στο
αρχείο του δούκα Durazzo. Είχαν αγοραστεί από τους προγόνους του τον 18ο αιώνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου