Σε καιρούς σκληρής λιτότητας λόγω του Μνημονίου, η οποία έχει επιφέρει βαρύτατο πλήγμα στα εισοδήματα των μισθωτών και των συνταξιούχων, οι βουλευτές βλέπουν τα εισοδήματά τους να είναι προκλητικά υψηλά. Τα κρατικοδίαιτα ρεμάλια της βουλής εξακολουθούν να έχουν υψηλότατες αποδοχές σε αντίθεση με τη συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών.
Τη στιγμή που οι μισθωτοί χάνουν κατά μέσον όρο 400 ευρώ το μήνα εδώ και ένα χρόνο ελέω Μνημονίου, οι ανώτατοι άρχοντες είδαν μόνο τη μείωση κατά 12% των εξόδων παράστασης όταν οι συνολικές αποδοχές των δημοσίων υπαλλήλων κόπηκαν οριζόντια 20% (πλέον των Δώρων και επιδόματος αδείας που κόπηκαν σε όλους ανεξαιρέτως).
Κοντά σε βουλευτές, υπουργούς, υφυπουργούς, τον πρωθυπουργό και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας «ευνοημένοι» είναι και οι πέριξ αυτών υπάλληλοι της Βουλής, οι οποίοι εκτός του ότι διατήρησαν 16 μισθούς εισπράττουν παχυλά εφάπαξ -κατά μέσον όρο 250.000 ευρώ -και υψηλές συντάξεις. Παγκόσμια πρωτοτυπία αποτελεί και η κατοχύρωση δύο συντάξεων για τους βουλευτές.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εισπράττει περίπου 360.000 ευρώ. Σύμφωνα με το άρθρο 1 του νόμου 565/18.3.1977 του παρέχεται μηνιαία χορηγία ίση με το τετραπλάσιο της βουλευτικής αποζημίωσης (7.000 ευρώ) ήτοι 28.000 ευρώ, τα οποία περιορίζονται σε περίπου 22.000 ευρώ μετά την παρακράτηση φόρου εισοδήματος 20%. Συμπληρωματικά καταβάλλονται μηνιαία ως έξοδα παράστασης ίσα με το 1/3 της χορηγίας -και μάλιστα χωρίς κρατήσεις ήτοι 9.300 ευρώ, τα οποία μετά τη μείωση του 12% περιορίστηκαν σε περίπου 8.200 ευρώ. Μηνιαίως εισπράττει περίπου 30.000 ευρώ ή κοντά 360.000 ευρώ ετησίως.
Ο πρωθυπουργός παίρνει τη βουλευτική αποζημίωση των 7.000 ευρώ, προσαυξημένη κατά 40% ως έξοδα παράστασης ήτοι 2.800 ευρώ ή περίπου 2.460 ευρώ μετά την περικοπή 12%. Συνολικά λαμβάνει περίπου 9.460 ευρώ το μήνα ή περίπου 113.500 ευρώ (προ φόρου) ετησίως.
Τα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου, που έχουν και τη βουλευτική ιδιότητα, λαμβάνουν τη βουλευτική αποζημίωση των 7.000 ευρώ μηνιαίως, με προσαύξηση 30% για τον αντιπρόεδρο και 20% για τους βουλευτές ως έξοδα παράστασης ήτοι 2.100 ευρώ και 1.400 ευρώ αντίστοιχα. Μετά την περικοπή 12% τα ποσά αυτά μειώνονται σε 1.900 ευρώ και 1.230 ευρώ αντίστοιχα. Συνεπώς ένας υπουργός ή υφυπουργός-βουλευτής λαμβάνει μηνιαίως 8.230 ευρώ ή περίπου 98.760 ευρώ (προ φόρου) ετησίως. Ο αντιπρόεδρος λαμβάνει 8.900 ευρώ μηνιαίως ή περίπου 106.800 ευρώ (προ φόρου) ετησίως.
Το υπουργικό
Τα μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου, που δεν έχουν τη βουλευτική ιδιότητα, λαμβάνουν τη βουλευτική αποζημίωση των 7.000 ευρώ και το 50% των εξόδων παράστασης των υπουργών -βουλευτών ήτοι 700 ευρώ, τα οποία περιορίστηκαν σε 610 ευρώ μετά την περικοπή 12%. Συνεπώς μηνιαίως λαμβάνουν 7.610 ευρώ ή περίπου 91.320 ευρώ (προ φόρου) ετησίως.
Οι βουλευτές εκτός της βουλευτικής αποζημίωσης των 7.000 ευρώ εισπράττουν και έξοδα παράστασης 1.400 ευρώ ή περίπου 1.230 ευρώ μετά την περικοπή 12%. Μηνιαίως λαμβάνουν (προ φόρου) 8.230 ευρώ ή 98.760 ευρώ ετησίως.
Αξίζει να καταγραφεί ότι οι βουλευτές έχουν λαμβάνειν και από τις συμμετοχές τους στις Επιτροπές -δείχνοντας ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην Επιτροπή Οικονομικών που συνεδριάζει τις περισσότερες φορές τον τελευταίο χρόνο. Επιπροσθέτως λαμβάνουν επίδομα οργάνωσης γραφείου, επίδομα κίνησης αναλόγως του τόπου εκλογής, αυτοκίνητα, και μεταξύ άλλων η Βουλή τούς πληρώνει και τους λογαριασμούς τηλεφώνου.
Καταστρατηγείται πρωτίστως από τους βουλευτές ο βασικός κανόνας του ενός κύριου φορέα σύνταξης για όλους τους ασφαλισμένους. Οι βουλευτές λαμβάνουν δύο κύριες συντάξεις και χωρίς κανέναν περιορισμό ως προς το ύψος της σύνταξης που λαμβάνουν από άλλο ασφαλιστικό ή συνταξιοδοτικό φορέα κύριας ασφάλισης. Από το 1993 και μετά το σύνολο των ασφαλισμένων λαμβάνει μόνο μια κύρια σύνταξη, ενώ το προνόμιο των δύο κύριων συντάξεων διατηρήθηκε μόνο για ασφαλισμένους προ του 1993. Αξίζει να αναφερθεί ότι ακόμη και ο διπλασιασμός του χρόνου της βουλευτικής θητείας από 4 σε 8 έτη από το 2008 δεν αφορούσε τους παλιούς, αλλά τους νέους βουλευτές.
Σε όλους τους Προέδρους της Δημοκρατίας που έχουν αποχωρήσει παρέχεται ισόβια μηνιαία αποζημίωση λόγω εξόδων παράστασης ίση με το 50% της μηνιαίας χορηγίας του νυν Προέδρου της Δημοκρατίας ήτοι 11.000 ευρώ (μετά τον παρακρατούμενο φόρο 20%) ή ετησίως 132.000 ευρώ.
Προκλητικό είναι και το συνταξιοδοτικό καθεστώς των υπαλλήλων της Βουλής, καθώς και η πληθώρα επιδομάτων, προσαυξήσεων, αποζημιώσεων και εφάπαξ παροχών. Ενδεικτικές είναι οι συνταξιοδοτικές και ασφαλιστικές ρυθμίσεις που έχουν θεσπιστεί κατά καιρούς για το προσωπικό της Βουλής. Όπως η προσαύξηση κατά 25% του βασικού μισθού, η περαιτέρω προσαύξηση κατά 15% με την αποχώρησή τους λόγω συνταξιοδότησης και η λήψη πλήρους σύνταξης ανεξαρτήτως ορίου ηλικίας.
Οι υπάλληλοι της Βουλής εξαιρούνται από τα όρια ηλικίας για τον υπολογισμό της κύριας σύνταξης, καθώς αυτή υπολογίζεται με 28,5 έτη στο 100% των προσαυξημένων κατά το μήνα εξόδου αποδοχών τους, όταν για όλους τους υπόλοιπους δημοσίους υπαλλήλους υπάρχει όριο ηλικίας για τη λήψη σύνταξης, η οποία υπολογίζεται με 35 έτη υπηρεσίας στο 80% των αποδοχών τους. Και μάλιστα όταν πληρώνουν αμφότεροι τις ίδιες κρατήσεις 6,67% για κύρια σύνταξη. Ο υπολογισμός της σύνταξης βάσει του ίδιου καθεστώτος, που ισχύει για τους δημοσίους υπαλλήλους και το οποίο νομοθετήθηκε πέρυσι λόγω Μνημονίου, αφορά μόνο όσους θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα από το 2010 και μετά, σύμφωνα με το άρθρο 15 του ν. 3865. Αλλά ακόμα και αυτοί που θα βγουν στη σύνταξη με το 80% των αποδοχών τους, όπως και οι άλλοι δημόσιοι υπάλληλοι, τυγχάνουν της προσαύξησης 25% των αποδοχών τους. Συνεπώς, οι παλαιοί υπάλληλοι της Βουλής βγαίνουν στη σύνταξη με το ευνοϊκό καθεστώς που ίσχυε μέχρι το 2009.
Σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου, γενικός διευθυντής της Βουλής με 28,5 έτη υπηρεσίας παίρνει κύρια σύνταξη 5.169 ευρώ όταν του προέδρου του Αρείου Πάγου, του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου με 28,5 έτη είναι 4.785 ευρώ και με 35 έτη 5.906 ευρώ. Ο γενικός διευθυντής υπουργείου δε, παίρνει σύνταξη 2.306 ευρώ με 28,5 έτη υπηρεσίας και 2.782 ευρώ με 35 έτη υπηρεσίας.
Οι υπάλληλοι της Βουλής κατά την αποχώρησή τους από την εργασία λαμβάνουν εφάπαξ από το Ταμείο Αρωγής Υπαλλήλων Βουλής (ΤΑΥΒ) πέραν του ποσού που λαμβάνουν από το Ταμείο Πρόνοιας Δημοσίων Υπαλλήλων (ΤΠΔΥ). Το εφάπαξ του ΤΑΥΒ ισούται με 2 μισθούς ανά έτος ασφάλισης, δηλαδή με 28,5 έτη λαμβάνουν 58 μισθούς ή κατά μέσον όρο 200.000 ευρώ. Όσο δε για το εφάπαξ από το ΤΠΔΥ υπολογίζεται σε περίπου 50.000 ευρώ. Συνολικά, με τη αποχώρησή τους λαμβάνουν κοντά 250.000 ευρώ. Αξίζει να αναφερθεί ότι το ΤΑΥΒ, εκτός από την εισφορά 5% των υπαλλήλων, επιχορηγείται από τον προϋπολογισμό της Βουλής με τουλάχιστον 10%, 4% επί προμηθειών και εργασιών Βουλής, ενοίκια καφενείων και άλλων χώρων Βουλής, καθώς και από ποσά εκποίησης άχρηστου υλικού, χάρτου κ.λπ. της Βουλής και της Βιβλιοθήκης της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου