Στο
κείμενο που ακολουθεί, θα προσπαθήσουμε να αναφερθούμε με συντομία στο
αποτυχημένο πραξικόπημα (ή αλλιώς κίνημα) του Κωνσταντίνου κατά της χούντας του
Παπαδόπουλου το Δεκέμβριο του 1967, στα πρόσωπα που πρωταγωνίστησαν και σε
μερικές άγνωστες στο ευρύ κοινό λεπτομέρειες.
Σχετικά
με το πραξικόπημα του βασιλιά Κωνσταντίνου, ο Τάλμποτ, Αμερικανός Πρέσβης στην
Ελλάδα, είχε ισχυριστεί ότι δεν γνώριζε τι λεπτομέρειες του σχεδίου και πως
ενημερώθηκε από τον βασιλιά της Ελλάδας όταν είχε ήδη αρχίσει η εκτέλεσή του. Ο
Μπομπ Κήλυ, στέλεχος του πολιτικού τμήματος της Αμερικάνικης Πρεσβείας, είχε
όμως ενημερώσει την Πρεσβεία για μια σημαντική συζήτηση που είχε με τον Γεώργιο
Μαύρο, πρώην βουλευτή της Ένωσης Κέντρου (Ε.Κ.) στις 14 Νοεμβρίου 1967. Ο
Μαύρος έκανε λόγο για ένα σχέδιο βασιλικού πραξικοπήματος, το οποίο προέβλεπε
ότι ο Κωνσταντίνος θα μετέβαινε μαζί με το δικτατορικό Πρωθυπουργό Κόλλια στη
Θεσσαλονίκη, στις 13 Δεκεμβρίου 1967. Ο βασιλιάς θα διόριζε κυβέρνηση, με τη
συμμετοχή απόστρατων στρατηγών. Τα σχέδια του βασιλιά για πραξικόπημα είχαν
αρχίσει να γίνονται γνωστά σε όλο και περισσότερα άτομα. Ο Αμερικανός Μπομπ
Κήλυ είχε πληροφορηθεί ακόμα και συγκεκριμένες λεπτομέρειες (ημερομηνίες,
κωδικούς κλπ) από τον Γεώργιο Μαύρο, ενώ έξι μέρες πριν το βασιλικό πραξικόπημα
ο πρώην βουλευτής της ΕΡΕ και εν συνεχεία συνεργάτης του δικτάτορα Παπαδόπουλου
Νίκος Φαρμάκης δήλωνε στον απεσταλμένο των «Νιου Γιορκ Τάιμς» Ρίτσαρντ Εντέρο
ότι ο αντιπερισπασμός του Κωνσταντίνου θα αποτύχαινε.
Το
βράδυ της 12ης Δεκεμβρίου 1967, ο Αμερικανός Πρέσβης Τάλμποτ πήγε σε
δείπνο, στο οποίο παρευρισκόταν και το βασιλικό ζεύγος. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος
ζήτησε από τον Τάλμποτ να τον επισκεφτεί την επόμενη μέρα το πρωί στα βασιλικά
ανάκτορα στο Τατόι, παρακαλώντας τον να μην χρησιμοποιήσει το επίσημο
αυτοκίνητό του για να μην τραβήξει την προσοχή των ανδρών που επιτηρούσαν το
Τατόι. Ο Τάλμποτ έφθασε στα ανάκτορα στις 7.50 την επόμενη μέρα και ο βασιλιάς,
φορώντας την επίσημη στρατιωτική του στολή, του ανακοίνωσε ότι είχε ήδη
ξεκινήσει πραξικόπημα. Ο Κωνσταντίνος εξέφρασε την ελπίδα ότι η κυβέρνηση των
ΗΠΑ «θα έπαιρνε όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε να πεισθεί η χούντα να μην
αντισταθεί στον βασιλέα». Ο Αμερικανός Πρέσβης
ευχήθηκε καλή τύχη στον βασιλέα, τονίζοντας ότι «από τη στιγμή που ξεκινήσατε
αυτό το εγχείρημα, η αποτυχία του θα είναι καταστροφική».
Λίγα
λεπτά αφότου επέστρεψε στο γραφείο του, γύρω στις 10:00, ο Τάλμποτ δέχτηκε ένα
τηλεφώνημα από το δικτάτορα Παπαδόπουλο, ο οποίος βρισκόταν στο Πεντάγωνο και
ζητούσε να συναντηθεί αμέσως μαζί του. Ο Τάλμποτ πήγε στο Πεντάγωνο, όπου
παρουσία του Αγγελή, του Μακαρέζου και του Ζωιτάκη, συνάντησε στις 12:30 έναν
εξαγριωμένο Παπαδόπουλο που τον ρώτησε : «Που είναι ο βασιλέας ;». Ο Τάλμποτ
προσποιήθηκε ότι δεν γνώριζε, αλλά ο δικτάτορας συνέχισε : «Εσείς τον
υποστηρίξατε στη σημερινή του κίνηση». Τελικά, ο Αμερικανός Πρέσβης αναγκάστηκε
να παραδεχθεί ότι είχε ενημερωθεί από τον Κωνσταντίνο για το τι συνέβαινε.
Παράλληλα, ο Τάλμποτ ζήτησε από τους χουντικούς να αποφύγουν τη σύγκρουση με
τις στρατιωτικές δυνάμεις που ήταν πιστές στο βασιλιά και να μη θέσουν σε
κίνδυνο τη σταθερότητα σε όλη την Ανατολική Μεσόγειο.
Η
βασιλική οικογένεια μαζί με τον πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Κόλλια είχαν αναχωρήσει
από την αεροπορική βάση του Τατοϊου για τη Λάρισα, απ’ όπου ο Κωνσταντίνος
μετέδωσε ραδιοφωνικό μήνυμα, το οποίο δεν ακούστηκε παρά μόνο από τα βραχέα και
σε πολύ μικρή ακτίνα. Ο Βασιλιάς ήλπιζε ότι το Γ’ Σώμα Στρατού που έδρευε στη
Θεσσαλονίκη θα τον υποστήριζε πρόθυμα,
ενώ είχε με το μέρος του το Ναυτικό και την Αεροπορία. Εκείνο βέβαια που δεν
ήξερε ήταν ότι οι χουντικοί αξιωματικοί είχαν καταφέρει να πληροφορηθούν τις
εντολές του προς τους μυημένους (στο σχέδιο) αξιωματικούς, τις οποίες είτε
ακύρωσαν είτε εξουδετέρωσαν συλλαμβάνοντάς τους.
Από
τη Λάρισα, η βασιλική οικογένεια μετέβη στην Καβάλα, όπου ο Κωνσταντίνος
ανακάλυψε ότι οι στρατηγοί στους οποίους βασιζόταν είχαν συλληφθεί από τους
υφισταμένους των.
Οι
Αμερικανοί από την πλευρά τους, δεν είχαν καταφέρει να αποκαταστήσουν την
επικοινωνία με τον Κωνσταντίνο από τη στιγμή που αναχώρησε από το Τατόι. Ο Υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Μπάτλ και οι
συνεργάτες του συμφώνησαν με τον Τάλμποτ πως θα έπρεπε να περιμένουν να αποκρυσταλλωθεί
η κατάσταση στη Βόρεια Ελλάδα, προτού αποφασίσουν να στραφούν ανοικτά υπέρ του
Κωνσταντίνου.
Στις
1:15 της 14ης Δεκεμβρίου 1967, ο Παττακός κάλεσε τον Τάλμποτ στο
Πεντάγωνο για να τον συναντήσει, μαζί με τους Παπαδόπουλο, Μακαρέζο, Ζωιτάκη
κ.α. Ο δικτάτορας Παπαδόπουλος είπε στον
Αμερικανό Πρέσβη ότι ο Κωνσταντίνος ήταν
αυτός που προκάλεσε τη ρήξη μεταξύ τους, χωρίς καμία απολύτως αφορμή και
ισχυρίστηκε ότι ήλεγχε το στράτευμα. Ο Τάλμποτ, επισήμανε στους χουντικούς τους
κινδύνους που προέκυπταν από το γεγονός ότι υπήρχαν ουσιαστικά δύο ελληνικές
κυβερνήσεις οι οποίες διεκδικούσαν ταυτόχρονα την υποστήριξη των Ενόπλων
Δυνάμεων. Ο Παπαδόπουλος και ο Αγγελής απάντησαν στον Τάλμποτ ότι δεν υπήρχε
κανένας λόγος να διαπραγματευθούν με το βασιλιά , εφόσον «αποφάσισε να διαβεί
το ποτάμι και να κόψει όλες τις γέφυρες».
Αργά
το βράδυ της ιστορικής εκείνης νύχτας, ο Κωνσταντίνος διαπίστωσε ότι το
βασιλικό αντιπραξικόπημα δεν είχε καμία πιθανότητα επιτυχίας. Μαζί με την
οικογένειά του, τον Κόλλια και τον Αρχηγό της Αεροπορίας Γεώργιο Αντωνάκο
επιβιβάστηκαν σε στρατιωτικό αεροσκάφος
και (συνοδεία μαχητικών αεροσκαφών) πέταξαν για τη Ρώμη, όπου έφτασαν
στις 4:00 το πρωί της 14ης Δεκεμβρίου.
Ο
Παττακός τηλεφώνησε στον Τάλμποτ και τον ενημέρωσε ότι ο βασιλιάς είχε φύγει
από την Ελλάδα. Αμέσως μετά, ο Αμερικανός διπλωμάτης έστειλε επείγον
τηλεγράφημα, με το ποίο αναιρούσε όλες τις προηγούμενες εισηγήσεις του για την
έκφραση της αμερικανικής υποστήριξης προς τον Κωνσταντίνο. Το παιχνίδι είχε
πλέον χαθεί για το παλάτι.
Η
ανάλυση του βασιλικού αντιπραξικοπήματος από τις αρμόδιες αμερικανικές
υπηρεσίες έδειξε ότι ο Κωνσταντίνος δεν είχε ετοιμάσει ένα ολοκληρωμένο και
ρεαλιστικό σχέδιο.
Τι
αναφέρει ο Σόλωνας Γρηγοριάδης για το αποτυχημένο βασιλικό κίνημα του 1967 :
Σύμφωνα
με τα όσα έγραψε ο συγγραφέας Σόλωνας Γρηγοριάδης, ο άνθρωπος που διαμόρφωσε
την τελική μορφή του σχεδίου του βασιλικού πραξικοπήματος ήταν ο στρατηγός
Κωνσταντίνος Δόβας. Ο Κωνσταντίνος Δόβας
(1898 - 1973) είχε διατελέσει υπηρεσιακός πρωθυπουργός το φθινόπωρο του 1961
και Αρχηγός ΓΕΕΘΑ το διάστημα 1954-1959. Παράλληλα, ήταν Αρχηγός του Στρατιωτικού
Οίκου των Ανακτόρων. Ο βασιλιάς έτρεφε ιδιαίτερη εκτίμηση προς το πρόσωπο του Κωνσταντίνου
Δόβα. Ενήμεροι για το σχέδιο βασιλικού πραξικοπήματος ήταν ορισμένοι ανώτατοι
στρατιωτικοί διοικητές στη Βόρεια Ελλάδα, όπως π.χ. ο Περίδης, ο Βιδάλης, ο
Λιαράκος, ο Έρσελμαν, ο στρατηγός Κόλλιας κ.α. Στην Αθήνα είχαν μυηθεί
ορισμένοι εν ενεργεία αξιωματικοί, όπως ο Γενικός Επιθεωρητής του Στρατού
αντιστράτηγος Ιωάννης Μανέττας.
Ποιο
ήταν το σχέδιο του βασιλικού πραξικοπήματος ;
Η
κύρια ενέργεια θα ήταν η αιφνιδιαστική άφιξη του βασιλιά στη Βόρεια Ελλάδα. Με
την καθοριστική βοήθεια του Γ’ Σώματος Στρατού υπό τον στρατηγό Περίδη οι
πραξικοπηματίες θα προσπαθούσαν να κυριαρχήσουν στη Θεσσαλονίκη. Στο μεταξύ, ο
στρατηγός Κόλλιας, διοικητής της Στρατιάς (με έδρα τη Λάρισα), θα απέκοπτε τις
τηλεπικοινωνίες της Βόρειας και Νότιας Ελλάδας και θα κινούσε στρατεύματα προς
την κατεύθυνση της Αθήνας. Επίσης, το σχέδιο προέβλεπε ότι θα αχρηστεύονταν οι
δύο ραδιοφωνικοί σταθμοί και θα καταλαμβανόταν η ΑΣΔΑΝ και το ΓΕΣ.
Το
σχέδιο του βασιλιά έπασχε ευθύς εξαρχής. Οι μεγάλες αδυναμίες του φάνηκαν στη
συνέχεια. Ένα από τα πολλά λάθη του ήταν ότι δεν επιλέχθηκε ως επίκεντρο του
πραξικοπήματος η πρωτεύουσα του κράτους, αλλά η Βόρεια Ελλάδα.
Την 6η
Δεκεμβρίου 1967 εκλήθησαν στα ανάκτορα οι αντιστράτηγοι Κόλλιας και Περίδης για
να συνομιλήσουν με το βασιλιά. Ο βασιλιάς, παρουσία του Κ. Δόβα, τους
ανακοίνωσε την απόφασή του να ανατρέψει με πραξικόπημα τη χούντα του
Παπαδόπουλου. Στη συνέχεια τους ενημέρωσε για το σχέδιό του.
Ο
Κωνσταντίνος είχε χαρακτηρίσει την 13η Δεκεμβρίου ως «Ημέρα Ω» της
ενέργειάς του. Εκείνο το διάστημα επρόκειτο να αποστρατευτούν διάφοροι ανώτατοι
αξιωματικοί που ήταν βασιλόφρονες.
Στις
12 Δεκεμβρίου, ο βασιλιάς έδινε τις τελευταίες οδηγίες. Τότε, ο αντιστράτηγος
Ιωάννης Μανέττας κλήθηκε στο παλάτι και είπε ότι έπρεπε να αναβληθεί το σχέδιο.
Σύμφωνα με όσα αφηγήθηκε ο ίδιος στο συγγραφέα Γρηγοριάδη, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος
του είπε «Στρατηγέ στις 10:35 θα απογειωθώ από το αεροδρόμιο του Τατοϊου. Εσείς
στις 11:00 ακριβώς, θα εμφανισθήτε ενώπιον του αρχηγού του ΓΕΣ στρατηγού Αγγελή
και θα του εγχειρήσετε αυτήν την
έγγραφον διαταγήν μου. Του
γνωρίζω ότι ανέλαβα την διακυβέρνησι και τον διατάσσω να σας παραδώση την
αρχηγίαν του ΓΕΣ.» .
Τα
μεσάνυχτα της 12ης προς 13η Δεκεμβρίου, έφθασε στη Λάρισα
ο ταξίαρχος Φραγκίσκος, υπασπιστής του βασιλιά. Ο αντιστράτηγος Κ. Κόλλιας ήταν
ιδιαίτερα εκνευρισμένος γιατί οι άνθρωποι του βασιλιά δεν τον ενημέρωσαν
έγκαιρα για την έναρξη του πραξικοπήματος, με αποτέλεσμα να μην έχει τον
απαραίτητο χρόνο για να δράσει αποτελεσματικά.
Η
έναρξη του βασιλικού πραξικοπήματος
Τις
πρωινές ώρες της 13ης Δεκεμβρίου 1967 επικρατούσε αναταραχή στο ανάκτορο
του Τατοϊου. Ο βασιλιάς και η σύζυγός του (Άννα - Μαρία) ετοίμαζαν με μεγάλη βιασύνη
τις αποσκευές τους. Σε λίγο άρχισαν να καταφθάνουν όσοι θα συμμετείχαν μαζί
τους στην εξόρμηση. Ήταν ο στρατηγός Κ. Δόβας που έφυγε από το σπίτι του χωρίς
να αποκαλύψει τίποτα στη σύζυγό του, ο πρωθυπουργός Κ. Κόλλιας που δεν πήρε
μαζί του αποσκευές, η πριγκίπισσα Ειρήνη και η 50χρονη Φρειδερίκη που πήρε μαζί
της τη μικρή λευκή σκυλίτσα της. Ύστερα εμφανίστηκε ο Αρχηγός του ΓΕΑ
Αντωνάκος. Πήρε εντολή από το βασιλιά να πάει στη Λάρισα και να μεταφέρει στο
διοικητή της Στρατιάς το βασιλικό διάγγελμα και άλλα κείμενα.
Στις
10:16 ο βασιλιάς άναψε το πράσινο φως. Εκείνη τη στιγμή, τέσσερα αυτοκίνητα
ξεκινούσαν από το Ανάκτορο του Τατοϊου, με τη βασιλική οικογένεια και τους
συνοδούς της. Γρήγορα έφτασαν στο γειτονικό αεροδρόμιο όπου τους περίμεναν δύο
αεροπλάνα. Στο ένα αεροπλάνο μπήκε ο Αντωνάκος με προορισμό τη Λάρισα και στο
άλλο όλοι οι άλλοι με προορισμό την Καβάλα. Στις 10:30 έγινε η απογείωση.
Στις
11:00, από το αεροσκάφος του Αντωνάκου μεταδιδόταν το πρώτο σήμα προς τις
αεροπορικές μονάδες όλης της χώρας : «Α.Μ.
Βασιλεύς ανέλαβε διακυβέρνησι χώρας. Διατάξατε γενικό συναγερμό.
Απαγορεύσατε είσοδο τμημάτων Στρατού εις υμέτερα αεροδρόμια. Εάν απαιτηθή
αντιμετωπίσατε διά όπλων. Εξοπλίσατε 50 % των αεροσκαφών διά πυραύλων και
πολυβόλων. […] Ζητώ σιδηράν πειθαρχίαν εις Α.Μ. Βασιλέα.» .
Στις
11:00 ο Μανέττας μπήκε στο γραφείο του Αρχηγού του ΓΕΣ Αγγελή και του παρέδωσε
τη βασιλική διαταγή, η οποία (όπως ήταν αναμενόμενο) δεν έγινε αποδεκτή. Ο διοικητής της Ι’ Στρατιάς στη Λάρισα
απέκοψε τις τηλεπικοινωνίες μεταξύ Αθήνας και Βόρειας Ελλάδας.
Το
αεροσκάφος της βασιλικής οικογένειας προσγειώθηκε στις 11:30 στο αεροδρόμιο της
Καβάλας. Ο διοικητής της 11ης Μεραρχίας υποστράτηγος Κεχαγιάς,
μυήθηκε στο σχέδιο του πραξικοπήματος στις 11:55. Το ξενοδοχείο «Αστήρ» υποδέχτηκε
τους γαλαζοαίματους, οι οποίοι έφθασαν λίγο πριν τις 12:00. Τα δωμάτια του
βασιλιά είναι το 13 και το 14. Ο βασιλιάς και ο Δόβας ήρθαν αμέσως σε
επικοινωνία με διοικητές διαφόρων μεραρχιών .
Μόλις
ο Αντωνάκος παρέδωσε στο διοικητή της Ι’ Στρατιάς Κόλλια το διάγγελμα του
βασιλιά σε μαγνητοταινία, εκείνος το έδωσε στον τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό της
Λάρισας, ο ποίος άρχισε την εκπομπή του στις 11:30 περίπου.
Στο
Πολεμικό Ναυτικό, ο μεγάλος όγκος των αξιωματικών ήταν αφοσιωμένος ολόψυχα στο
βασιλιά. Ο Αρχηγός του ΓΕΝ αντιναύαρχος Δέδες, ο υποναύαρχος Δημ. Σούτζος και
οι αρχιπλοίαρχοι Κοντογιάννης και Σταυρίδης τάχθηκαν με προθυμία στο πλευρό του
βασιλιά.
Ο
Αρχηγός του ΓΕΝ Δέδες έσπευσε να επικοινωνήσει με τον Επ. Πανά και τον Αν.
Ροζάκη. Τους έδωσε την εξής διαταγή : «Η θέσις του ναυτικού είναι παρά το
πλευρόν του Βασιλέως. Αποπλεύσατε με την δύναμίν σας τάχιστα και πλεύσατε προς
Βορράν, υπακούοντες εις τον Βασιλέα. Την παρούσα διαταγήν μου διαβιβάζω
γραπτώς.» . Ο Δέδες δέχθηκε απανωτές
τηλεφωνικές κλήσεις για να προσέλθει στο Πεντάγωνο. Ακόμα και ο ίδιος ο
δικτάτορας Παπαδόπουλος του τηλεφώνησε, αλλά ο αρχηγός του ΓΕΝ δεν απαντούσε.
Ήταν απασχολημένος με το πώς θα μπορούσαν τα πολεμικά πλοία να αποπλεύσουν
γρηγορότερα ώστε να υλοποιήσουν το βασιλικό πραξικόπημα. Στις 3:30 άρχισαν να
αποπλέουν τα πλοία από τη Σαλαμίνα. Ο βασιλόφρων ναύαρχος Ροζάκης με τη δική
του δύναμη ξεκινούσε ολοταχώς προς το Βορρά. Τελικά, ο Δέδες αποφάσισε να πάει
στο γραφείο του Αρχηγού του ΓΕΣ Αγγελή και να βρεθεί αντιμέτωπος με τους
χουντικούς. Μετά από διαπληκτισμό με τον Παπαδόπουλο και τους άλλους
χουντικούς, ο Δέδες αιχμαλωτίστηκε και τον έκλεισαν μέσα σε ένα παρακείμενο
γραφείο.
Στο
ναύσταθμο της Σαλαμίνας, ο ναύαρχος Επαμεινώνδας Πανάς έκανε τις προπαρασκευές
απόπλου. Είχε στη διάθεσή του 4 μεγάλα αποβατικά πλοία, μερικές κανονιοφόρους
και ορισμένα αντιτορπιλικά με επικεφαλής τη «Νίκη». Όμως, ένα παραπλανητικό
τηλεφώνημα από το Πεντάγωνο τον καθυστέρησε.
Είχαν
δημιουργηθεί δύο κέντρα δύναμης του κινήματος. Το ένα ήταν η Καβάλα όπου
βρισκόταν ο βασιλιάς και ο πρωθυπουργός και το άλλο ήταν η Κομοτηνή, όπου
βρισκόταν η διοίκηση του Γ’ Σώματος Στρατού με επικεφαλής τον βασιλόφρονα
Περίδη. Στις 3:30 ο βασιλιάς έφθασε στο στρατηγείο του Γ’ Σώματος Στρατού στην
Κομοτηνή. Τον υποδέχτηκαν οι αξιωματικοί Περίδης και Βιδάλης. Το σχέδιο
προέβλεπε την ταχεία συγκεντρωτική κίνηση φιλοβασιλικών δυνάμεων προς τη
Θεσσαλονίκη για την κατάληψή της. Για το
σκοπό αυτό θα χρησιμοποιούσαν την 393η Επιλαρχία Μέσων Αρμάτων (ΕΜΑ)
και το Συγκρότημα του συνταγματάρχη Κόρκα, που έδρευε στον Έβρο. Όμως ο Κόρκας
είχε μεγάλη χιλιομετρική απόσταση από τη Θεσσαλονίκη.
Η
κατάσταση για τους κινηματίες χειροτερεύει
Ο
στρατηγός Γεώργιος Περίδης αγνοούσε ότι είχε αρχίσει μια απροσδόκητη αντιστροφή
ων πραγμάτων. Αγνοούσε ότι ο χουντικός Αγγελής είχε επικοινωνήσει με
πολυάριθμους διοικητές και είχε λάβει τα μέτρα του. Επίσης αγνοούσε τι
συνέβαινε στην 20η μεραρχία τεθωρακισμένων στην Κομοτηνή. Ο
(βασιλόφρων) διοικητής ταξίαρχος Ανδρέας Έρσελμαν είχε αντιμετωπίσει την άρνηση
δύο διοικητών μονάδων (Πεφάνης και Πυρόπουλος) να προσχωρήσουν στο βασιλικό
κίνημα. Ο Έρσελμαν αμέσως τους έθεσε υπό κράτηση. Όμως λίγο αργότερα, συνελήφθη
και ο ίδιος από ορισμένους χουντικούς αξιωματικούς. Το βασιλικό κίνημα είχε
υποστεί ένα ισχυρό πλήγμα. Παράλληλα, το συγκρότημα του επίλαρχου Κόρκα
καθυστερούσε να εμφανιστεί.
Βασικός
στόχος παρέμενε η Θεσσαλονίκη, αλλά ο στρατηγός Λιαράκος δεν διέθετε αξιόλογες
δυνάμεις για να τα καταφέρει. Ο Λιαράκος έσπευσε να πάρει μαζί του μερικούς αξιωματικούς
της Ακαδημίας Πολέμου και τους έστειλε στο Σύνταγμα Καταδρομών. Αντικειμενικός
σκοπός του Λιαράκου ήταν η υφαρπαγή των διοικήσεων και η καθήλωση των μονάδων,
για να κερδίσει χρόνο, μέχρι να καταφθάσει το συγκρότημα του Κόρκα. Οι
αξιωματικοί που στάλθηκαν στο Σύνταγμα Καταδρομών δεν πέτυχαν την αποστολή
τους.
Τα
προβλήματα για τους φιλοβασιλικούς αυξάνονταν και ο στρατηγός Λιαράκος έχασε
την επαφή με το στρατηγό Περίδη. Το τηλεφωνικό κέντρο καταλήφθηκε από δυνάμεις
καταδρομών και της ΕΣΑ και είχαν αποκοπεί οι επικοινωνίες τόσο με το Γ’ Σώμα
Στρατού (στην Κομοτηνή) όσο και με τη στρατιά στη Λάρισα. Στη Θεσσαλονίκη,
μόνος και αποδυναμωμένος ο Λιαράκος περίμενε μάταια να καταφθάσουν τα άρματα
του Κόρκα. Κατά τις 13:00 ο Περίδης άκουσε βρόντο αρμάτων και μόλις κοίταξε από
πού προερχόταν, διαπίστωσε έκπληκτος ότι δεν ήταν τα άρματα του Κόρκα, αλλά τα
άρματα του χουντικού ταγματάρχη Σοφικίτη.
Ο Σοφικίτης εισέβαλε ένοπλος στο κτίριο και συνέλαβε τον Περίδη. Ήταν 13:30
της 14ης Δεκεμβρίου. Το πλήγμα ήταν καίριο, αλλά υπήρχαν ακόμα λίγες
ελπίδες για τους βασιλικούς κινηματίες. Το απόγευμα, ο βασιλιάς που βρισκόταν
στην Καβάλα, απέστειλε τον υποστράτηγο Δεσύπρη και το συνταγματάρχη
Παπαθεοδώρου στη 10η Μεραρχία Σερρών με σκοπό να πείσουν το στρατηγό
Μπεληγιάννη να στείλει άρματα κατά της Θεσσαλονίκης, αλλά ο Μπεληγιάννης
αρνήθηκε. Παράλληλα, έθεσε υπό κράτηση τους απεσταλμένους του βασιλιά και
έστειλε άρματα εναντίον της Καβάλας.
Έστειλε περίπου 35 μέσα άρματα εναντίον της Καβάλας για να πλήξουν καίρια το βασιλικό
κίνημα. Από την άλλη, ο Κεχαγιάς δεν είχε αξιόλογη δύναμη για να υπερασπιστεί
την Καβάλα και να σώσει το βασιλιά. Όταν τα άρματα των χουντικών έφθασαν υπό
βροχή στο αεροδρόμιο του Αμυγδαλεώνα, ο βασιλιάς με τη συνοδεία του είχαν ήδη
φύγει για τη Ρώμη. Το βασιλικό κίνημα είχε καταρρεύσει.
Ο
επίλογος του κινήματος και η φυγή του βασιλιά στη Ρώμη
Το
πρωί της 14ης Δεκεμβρίου 1967, ο Κωνσταντίνος αποφάσισε να
εγκαταλείψει το κίνημα και τους συνεργάτες του στα κρύα του λουτρού και να
σώσει τον εαυτό του και τη βασιλική οικογένεια. Πήγε στο αεροδρόμιο μαζί με την
υπόλοιπη βασιλική οικογένεια, τον ταγματάρχη Παπανδρέου, τον ταξίαρχο
Φραγκίσκο, το Δόβα, τον υπασπιστή Μουτούση και τον πρωθυπουργό Κόλλια).
Επιβιβάστηκαν σε δύο αεροπλάνα και πήγαν στη Ρώμη.
Στη
Λάρισα ο στρατηγός Κόλλιας έκανε φιλότιμες προσπάθειες να συμμαζέψει τα
ασυμμάζευτα. Προσπαθούσε να κάνει ό,τι καλύτερο μπορούσε τη στιγμή που όλα γύρω
του κατέρρεαν. Έφραξε τις Θερμοπύλες και ναρκοθέτησε τις οδεύσεις προς
Θεσσαλία. Είχε πληροφορηθεί τη σύλληψη του Περίδη, αλλά δεν ήθελε να
εγκαταλείψει την προσπάθεια. Μετά από μερικές ώρες οι χουντικοί έθεσαν υπό τον
έλεγχό τους και τη Λάρισα. Ο επίλογος είχε γραφτεί.
Ο
Παπαδόπουλος έγινε Πρωθυπουργός, ο Παττακός Αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και ο
Ζωιτάκης αντιβασιλιάς.
Οι
διώξεις αξιωματικών του Ναυτικού λόγω του βασιλικού κινήματος
Μεγάλος
αριθμός αξιωματικών του Πολεμικού Ναυτικού που υποστήριξαν το βασιλικό κίνημα
υπέστη διώξεις από τη χούντα των συνταγματαρχών. Εκτός των άλλων, είδαν και το
βασιλιά να τους εγκαταλείπει στο στόμα του λύκου και να φεύγει στη Ρώμη.
Αναφέρουμε
ενδεικτικά μερικά ονόματα αξιωματικών που υπέστησαν διώξεις.
Αντιναύαρχος
ΔΕΔΕΣ : αποτάχθηκε
Υποναύαρχος
Δ. ΣΟΥΤΣΟΣ (υπαρχηγός ΓΕΝ) : αποτάχθηκε
Αρχιπλοίαρχος
Ι. ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗΣ : αποτάχθηκε
Πλοίαρχος
Σ. ΚΟΝΟΦΑΟΣ : αποτάχθηκε στις 3 Φεβρουαρίου 1968. Στη συνέχεια εκτοπίστηκε.
Υποναύαρχος
Α. ΡΟΖΑΚΗΣ : αποτάχθηκε. Μετά εκτοπίστηκε στο Καρπενήσι (Αύγουστος – Δεκέμβρης
1968)
Αρχιπλοίαρχος
Χ. ΣΟΛΙΩΤΗΣ : αποτάχθηκε
Πλοίαρχος
Σ. ΜΟΥΡΙΚΗΣ : αποτάχθηκε
Πλωτάρχης
ΤΑΠΙΝΗΣ : αποτάχθηκε
Ο Κωνσταντίνος αδιαφορώντας
ουσιαστικά για τον κόσμο που τον ακολούθησε και τον υποστήριξε, απέδειξε
έμπρακτα πως δεν είχε καμία περί «τιμής» σχέση με αυτά που υποτίθεται πως
μάθαινε στις στρατιωτικές σχολές, όπου επίσης υποτίθεται πως φοιτούσε. Θεωρούσε
αυτονόητη τη θυσία των στελεχών του στρατεύματος γι’ αυτόν, όπως ένας παίκτης
στο σκάκι θυσιάζει διάφορα πιόνια του. Την κρίσιμη ώρα, εγκατέλειψε ακόμα και
τους βασιλόφρονες υποστηρικτές του από τις Ένοπλες Δυνάμεις στα κρύα του
λουτρού, πήρε το αεροπλάνο και έφυγε για τη Ρώμη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου