(Sonia Stefanidou. The only Greek woman who became paratrooper at the World War 2)
Το ακόλουθο κείμενο είναι μια σύντομη αναφορά σε μια εξέχουσα φυσιογνωμία της Ελλάδας. Αναφέρεται στη ζωή και τη δράση της μοναδικής Ελληνίδας αλεξιπτωτίστριας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου : της θρυλικής Σόνιας – Σοφίας Στεφανίδου. Η Στεφανίδου είχε μια σημαντική και πολλαπλή προσφορά προς την πατρίδας της και κατάφερε να διακριθεί στον ανδροκρατούμενο χώρο του στρατού. Ήταν μια γυναίκα που πίστεψε στην ιδέα της ελευθερίας της πατρίδας της και αγωνίστηκε εθελοντικά γι' αυτήν κάτω από εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες, ρισκάροντας ακόμα και την ίδια της τη ζωή.
Η Σόνια Σοφία Στεφανίδου, γεννήθηκε στην Οδυσσό της Ουκρανίας το 1907. Ήταν η πρωτότοκη κόρη του γιατρού Φιλοποίμενος Στεφανίδη. Το 1912 έρχεται με την οικογένεια της στην Ελλάδα, όπου ο πατέρας της υπηρέτησε ως εθελοντής γιατρός στους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912 - 1913. Το 1923 η οικογένειά της εγκαταστάθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης.
Το 1927, η νεαρή Στεφανίδου, με απολυτήριο εξατάξιου Γυμνασίου και πτυχία αγγλικών και γαλλικών, δίνει επιτυχείς εξετάσεις στο δημόσιο και προσλαμβάνεται ως μόνιμη υπάλληλος του Υπουργείου Οικονομικών, στη Διεύθυνση Γενικής Στατιστικής, όπου εργάζεται ανελλιπώς μέχρι το 1940.
Σύντομα οι φλόγες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου έφθασαν στην Ελλάδα. Την περίοδο της κήρυξης του ελληνοϊταλικού πολέμου, η Σόνια Στεφανίδου υπηρετούσε ως μόνιμη υπάλληλος στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας. Στις 11 Οκτωβρίου του 1940 πήρε το πτυχίο της από το «Σχολείο Νοσοκόμων Παθητικής Αεραμύνης» και το Νοέμβριο του 1940 ζήτησε να μεταβεί στο μέτωπο ως εθελόντρια αδελφή – νοσοκόμος. Το αίτημά της γίνεται δεκτό και στα τέλη Νοεμβρίου κατατάσσεται στο νοσοκομείο «Ερυθρός Σταυρός» της Αθήνας, που είχε λόγω πολέμου μετονομαστεί σε «7ο Στρατιωτικό Νοσοκομείο». Όμως, για να μεταβεί στο μέτωπο θα έπρεπε να είναι
«εθελόντρια αδελφή νοσοκόμος» (ΕΑΝ) του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού (ΕΕΣ). Για να πραγματοποιήσει το όνειρό της, έγινε μέλος του σώματος των ΕΑΝ, με Α.Μ. 2793 και εκπαιδεύτηκε στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο Αθηνών. Στις 15-1-1941, με αναφορά της προς τον Υπουργό Στρατιωτικών παρακάλεσε να μετατεθεί στο μέτωπο, όπου ήδη υπηρετούσαν τα δύο αδέλφια της ως έφεδροι ανθυπίατροι. Στις 7-4-1941 παρουσιάζεται στο «2ο Στρατιωτικό Νοσοκομείο» των Ιωαννίνων, το οποίο καταστράφηκε ολοσχερώς από τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς. Αμέσως μετά την επιστροφή της στην Αθήνα, παρουσιάστηκε στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας.
Η πρώτη απόπειρα διαφυγής της στο εξωτερικό
Κατά τους πρώτους μήνες της οδυνηρής για την Ελλάδα ναζιστικής κατοχής, η Σόνια Στεφανίδου συνέχισε να υπηρετεί στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας.
Δεν άντεξε όμως για πολύ να παρακολουθεί άπρακτη το δράμα των συμπατριωτών της και αποφάσισε να συμβάλει στον αγώνα για την απελευθέρωση της χώρας. Μάλιστα είχε γράψει : "Η θέα του Αγκυλωτού Σταυρού επάνω στην Ακρόπολη θανατώνει την ψυχήν μου". Έτσι, λοιπόν, πήρε την απόφαση να διαφύγει, το συντομότερο δυνατό, στο εξωτερικό, έχοντας πληροφορηθεί ότι αρκετοί Έλληνες είχαν ήδη αρχίσει να πηγαίνουν στη Μέση Ανατολή (Παλαιστίνη και Αίγυπτο). Εκεί, τότε, καταβάλλονταν προσπάθειες οργάνωσης και συγκρότησης ενός καινούργιου Ελληνικού Στρατού, που αργότερα θα ονομαζόταν
ΒΕΣΜΑ. Σ' αυτόν ακριβώς το στρατό κατατάσσονταν οι διαφεύγοντες - κυρίως μέσω της Τουρκίας, που παρέμεινε ουδέτερη σε όλη τη διάρκεια του πολέμου 1939-45 - από την κατεχόμενη πατρίδα, καθώς επίσης και ομογενείς Έλληνες του εξωτερικού.
Αφού προηγουμένως κατόρθωσε να συνδεθεί με μια μυστική υπηρεσία που φυγάδευε Έλληνες πατριώτες στη Μέση Ανατολή, προμηθεύεται ένα πλαστό δελτίο ταυτότητας.
Ζητάει και παίρνει άδεια απουσίας από την υπηρεσία της και έχοντας μαζί της έναν ταξιδιωτικό σάκο, λίγα χρήματα και ένα μικρό περίστροφο κρυμμένο με επιμέλεια επάνω της, ξεκινάει ένα βράδυ μαζί με άλλους 13 ακόμη πατριώτες και φτάνει στο Πόρτο Ράφτη Αττικής. Εκεί τους περιμένει ένα καΐκι για να φύγουν κρυφά για την Τουρκία.
Τα ξημερώματα μπαίνουν με τις απαραίτητες προφυλάξεις στο καΐκι κι αμέσως το σκάφος ετοιμάζεται να αποπλεύσει με προορισμό τα Μικρασιατικά παράλια. Η τύχη όμως δεν είναι με το μέρος τους, γιατί την τελευταία στιγμή μια ιταλική περίπολος από 20 περίπου ένοπλους στρατιώτες αντιλαμβάνεται τις κινήσεις του καϊκιού και διατάζει το πλήρωμα και τους επιβάτες ν' αποβιβαστούν στην προκυμαία.
Ακολουθεί αμέσως σωματική έρευνα σε όλους. Ο καπετάνιος κι οι βοηθοί του συλλαμβάνονται κι απομακρύνονται. Στην ανάκριση, όλοι οι πατριώτες προφασίζονται ότι έχουν μεταβεί εκεί για να προμηθευτούν τρόφιμα για τις οικογένειες τους, αφού η πείνα έχει αρχίσει να μαστίζει τους κατοίκους της πρωτεύουσας. Αγνοώντας, ωστόσο, τις δικαιολογίες των επιβατών του καϊκιού, οι Ιταλοί τους φορτώνουν όλους σ' ένα φορτηγό αυτοκίνητο για να τους στείλουν στην Αθήνα. Τότε, παρουσιάζεται ξαφνικά ένα γερμανικό στρατιωτικό αυτοκίνητο με δύο αξιωματικούς επιβάτες. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, η πάντα ετοιμόλογη Στεφανίδου απευθύνεται προς τον Γερμανό ταγματάρχη και του λέει με θάρρος - στη γλώσσα του - ότι κατά λάθος τους συνέλαβε η Ιταλική περίπολος, μιας κι όλοι είχαν πάει εκεί για να προμηθευτούν τρόφιμα. Ο Γερμανός αξιωματικός πιστεύει την πειστική πρόφαση της τολμηρής γυναίκας, που προσθέτει ακόμη ότι "η περιοχή του Πόρτο Ράφτη περιλαμβάνεται στον γερμανικό τομέα", οπότε τελικά διατάσσει την Ιταλική περίπολο να ελευθερώσει όλους τους Έλληνες, οι οποίοι αρχίζουν ν' απομακρύνονται πεζοπορώντας για την Αθήνα. Έτσι τελειώνει η πρώτη προσπάθεια διαφυγής της Σόνιας Στεφανίδου.
Η δεύτερη προσπάθεια διαφυγής στη Μέση Ανατολή
Αυτή η πρώτη αποτυχημένη απόπειρα δεν απογοήτευσε την Στεφανίδου, η οποία δοκίμασε να κάνει άλλη μια προσπάθεια μετά από λίγο καιρό. Αφού πρώτα κατόρθωσε να πάρει άδεια, αυτή τη φορά για τη Σάμο, πήγε στο λιμάνι του Πειραιά μαζί με έναν και μόνο από την παλαιά ομάδα των πατριωτών.
Ήταν Κυριακή 9 Νοεμβρίου του 1941, όταν το καΐκι στο οποίο είχαν στοιβαχτεί
και πολλοί άλλοι "ταξιδιώτες" ανοίχτηκε στο Αιγαίο Πέλαγος. Ύστερα από μια ήσυχη
διαδρομή έφτασαν προς το βράδυ της ίδιας μέρας στο νησί της Τήνου, όπου και
διανυκτέρευσαν σε διάφορα σπίτια ως φιλοξενούμενοι. Όλοι θα πήγαιναν στη Σάμο
για "ν' αγοράσουν προμήθειες για τα σπίτια τους". Ήταν συνολικά 61 άντρες και 2 γυναίκες. Την εποχή εκείνη η Σάμος, λόγω εγγύτητας με τις τουρκικές ακτές, ήταν η
συνήθης ενδιάμεση στάση για την Τουρκία για όσους διαφεύγοντες πατριώτες ακολουθούσαν εκείνο το θαλάσσιο δρομολόγιο. Την άλλη μέρα συνέχισαν το ταξίδι τους κι έφτασαν χωρίς απρόοπτο στη Σάμο, όπου, μόλις αποβιβάστηκαν, δέχτηκαν τον αυστηρό και σχολαστικό έλεγχο των - πλαστών - ταυτοτήτων και των αδειών τους από τις Ιταλικές Αρχές Κατοχής. Μετά τον έλεγχο, όλοι οι "ταξιδιώτες" διασκορπίστηκαν σε μικρές ομάδες, για να προσπαθήσουν στη συνέχεια να διαφύγουν στις απέναντι της νήσου τουρκικές ακτές. Από τότε, ακριβώς, άρχισε μια μικρή οδύσσεια για τη
Στεφανίδου.
Πολύ σύντομα η ομάδα της, που περιλάμβανε το "συνοδό" της, μια ακόμη
γυναίκα, δυο αξιωματικούς και 5 - 6 ντόπιους, κατόρθωσε μια νύχτα να περάσει με μια βάρκα στα ερημικά τουρκικά παράλια. Προέκυψε όμως κάποιο πρόβλημα. Οι άντρες ενός τουρκικού φυλακίου, τους έστειλαν πίσω στο λιμάνι της Σάμου όπου, τους περίμενε ένας Ιταλός λοχαγός. Αυτός τους διέταξε να εξαφανιστούν αμέσως, γιατί σε αντίθετη περίπτωση θα διέτασσε τη σύλληψη και εκτέλεσή τους.
Μετά από αυτό το συμβάν, η ομάδα κατέφυγε στα γύρω υψώματα για να κρυφτεί.
Για όλες τις επόμενες μέρες αντιμετώπισαν σοβαρά προβλήματα επιβίωσης, λόγω της παντελούς έλλειψης τροφίμων στην ύπαιθρο.
Τελικά, στις 14 Νοεμβρίου το βράδυ, η Σόνια Στεφανίδου κι άλλα 32 άτομα πέτυχαν να επιβιβαστούν σε μια βάρκα και στις δύο η ώρα τα μεσάνυχτα ν' αποβιβαστούν, αυτή τη φορά χωρίς προβλήματα, κοντά στο λιμάνι της τουρκικής παράλιας κωμόπολης Κουσάντασι, που βρίσκεται απέναντι από το νησί της Σάμου. Επιτέλους ήταν ελεύθεροι !
Το ταξίδι για τη Μέση Ανατολή
Στο Κουσάντασι, όλοι οι Έλληνες έτυχαν καλής υποδοχής και περιποίησης από την αρμόδια Επιτροπή Υποδοχής Προσφύγων (φυγάδων), η οποία τους παρέλαβε. Τα δύο επίσημα έγγραφα που είχε επιμελώς κρύψει στα παπούτσια της η Σόνια Στεφανίδου, βοήθησαν κατά κάποιο τρόπο την ίδια και την ομάδα της. Στην Τουρκική κωμόπολη παρέμειναν για λίγο καιρό. Μετά τους επιβίβασαν σε ένα πλοίο και τους έστειλαν στην Κύπρο. Στο τέλος Ιανουαρίου 1942 με ένα πλοίο μεταφέρθηκαν από την Κύπρο στην Παλαιστίνη, όπου και αποβιβάστηκαν στις 2 Φεβρουαρίου στο λιμάνι της Χάιφας.
Οι πρώτες δυσκολίες στο εξωτερικό
Από την ημέρα που αποβιβάστηκε στη Χάιφα της Παλαιστίνης, η Στεφανίδου άρχισε ν' αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα, ώσπου να κατορθώσει να ενταχθεί και πάλι στις Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις της Μέσης Ανατολής, πράγμα που ήταν τότε και ο μοναδικός διακαής πόθος της. Έπρεπε, με την άφιξη της εκεί, να έλθει σε επικοινωνία με κάποια ελληνική υπηρεσία.
Πήγε λοιπόν στα Ιεροσόλυμα στις 4 Φεβρουαρίου 1942, όπου υπέβαλε μια αίτηση
με τα απαραίτητα δικαιολογητικά στο Ελληνικό Γενικό Προξενείο για κατάταξή της
στον ΒΕΣΜΑ. Στις 2 Μαρτίου ο Γενικός Πρόξενος την ενημερώνει εγγράφως ότι το 1ο Γραφείο (σ.σ.: Προσωπικού) του ΒΕΣΜΑ θα την κατατάξει μελλοντικά, μαζί με δυο άλλες Ελληνίδες εθελόντριες, στο υπό ίδρυση Ελληνικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο ως Αδελφή Νοσοκόμα. Μετά την απάντηση εκείνη, η Στεφανίδου έφυγε σύντομα από τα Ιεροσόλυμα για το Κάιρο. Έφτασε εκεί στις 8 Μαρτίου. Στο Κάιρο, μην έχοντας πλέον πόρους, παρουσιάστηκε στον Αρχηγό του ΒΕΣΜΑ, Αντιστράτηγο Εμμανουήλ Τζανακάκη και του ζήτησε τη βοήθειά του. Αυτός, ενημερωμένος για την εξαίρετη δράση της κατά τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο τη διαβεβαίωσε ότι θα της συμπαραστεκόταν.
Αδελφή Νοσοκόμα στα Στρατιωτικά Νοσοκομεία Αλεξάνδρειας και Χεντέρας
Περί το τέλος της άνοιξης του 1942 άρχισε να λειτουργεί στην Αλεξάνδρεια το πρώτο Στρατιωτικό Νοσοκομείο ως παράρτημα του Ελληνικού "Κοτσικείου" Νοσοκομείου (πιθανόν ως Ναυτικό Νοσοκομείο Αλεξάνδρειας - Ν.Ν.Α.), ενώ ένα - υπό ίδρυση - δεύτερο, κι αυτό Στρατιωτικό, θα λειτουργούσε στις 26 Ιουνίου 1942 στη Χεντέρα της Παλαιστίνης για τις Ελληνικές Στρατιωτικές Μονάδες της περιοχής. Με την έναρξη της λειτουργίας του πρώτου Στρατιωτικού Νοσοκομείου στην Αλεξάνδρεια και συγκεκριμένα την 1η Ιουνίου 1942, αποφασίστηκε η Σόνια Στεφανίδου να αναλάβει - επιτέλους - εκεί υπηρεσία. Τέσσερις μέρες μετά, πραγματοποιήθηκε ο διορισμός της ως Αδελφής Νοσοκόμου Α΄ Τάξεως και η τοποθέτησή της στο παραπάνω Στρατιωτικό Νοσοκομείο (ΝΝΑ).
Στις 7 Ιουνίου έλαβε Φύλλο Πορείας για την Αλεξάνδρεια, προκειμένου να παρουσιαστεί στη Μονάδα της. Στην Αλεξάνδρεια, όμως, δεν έμελε να υπηρετήσει για πολύ χρόνο, αλλά μόνο για ένα μόλις μήνα. Η προέλαση προς την Αίγυπτο των δυνάμεων του Γερμανού Στρατηγού Έρβιν Ρόμμελ ήταν η κύρια αιτία της απομάκρυνσης αριθμού ασθενών και τραυματιών από το Στρατιωτικό Νοσοκομείο Αλεξάνδρειας, με συνοδό την Αδελφή Σόνια Στεφανίδου και μεταφοράς τους στο άλλο Στρατιωτικό Νοσοκομείο, αυτό της Χεντέρας.
Στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο της Χεντέρας παρουσιάστηκε στις 5 Ιουλίου 1942. Εκεί παρέμεινε συνεχώς επί 10 περίπου μήνες.
Εκπαίδευση στις Αγγλικές Μυστικές Υπηρεσίες
Κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας της στη Χεντέρα της Παλαιστίνης, σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να προσφέρει περισσότερα από άλλη θέση. Έτσι, στις 8 Απριλίου 1943 ζήτησε και έλαβε από το Νοσοκομείο άδεια 20 ημερών για το Κάιρο. Μόλις έφτασε εκεί,
παρουσιάστηκε στον Πρόεδρο της κυβέρνησης Εμμανουήλ Τσουδερό και του ζήτησε να καταταγεί σε κάποια Μονάδα Καταδρομών (commando), γιατί όπως έγραψε η ίδια στο Ημερολόγιό της, "ποθούσα πιο ζωντανά, πιο αποτελεσματικά να υπηρετήσω την Ελλάδα μου, που σαν ματοβαμμένη μάνα νόμιζα πως με καλούσε". Τα σπάνια προσόντα της, αλλά και η πίστη της στον απελευθερωτικό αγώνα, έπεισαν τον Πρωθυπουργό να κάνει δεκτή την αίτησή της.
Παράλληλα, η Στεφανίδου παρουσιάστηκε στην
Βρετανική Μυστική Υπηρεσία "Intelligence Service Liaison Division-ISLD" (Τμήμα Συνδέσμου Υπηρεσίας Πληροφοριών) που είχε την έδρα της στο Κάιρο. Με μέριμνα εκείνης της Συμμαχικής Υπηρεσίας, στάλθηκε στο Νο 2 Special Training School (Νο 2 Σχολείο Ειδικής Εκπαιδεύσεως ή Ειδικό Κέντρο Εκπαιδεύσεως Μεσογείου) που λειτουργούσε στο όρος Καρμάλ, κοντά στη Χάιφα της Παλαιστίνης. Σε αυτό το ειδικό Σχολείο εκπαιδεύτηκε στη συλλογή, αναφορά και ασφάλεια πληροφοριών, στη χρήση κωδίκων και στην κρυπτογράφηση σημάτων (αναφορών και πληροφοριών) για διαβίβαση με ασύρματο.
Αμέσως μετά το τέλος της ειδικής εκείνης εκπαίδευσης, πήγε στο πλησίον της Ναζαρέτ Στρατόπεδο του Νο 4 Middle East Training School (Νο 4 Σχολείου Εκπαίδευσης Μέσης Ανατολής) της Βρετανικής Πολεμικής Αεροπορίας (R.A.F.), προκειμένου να εκπαιδευτεί ως αλεξιπτωτίστρια. Η εκπαίδευση εκεί ήταν πολύ σκληρή, επίπονη και ρεαλιστική και μάλιστα για μια γυναίκα, που όμως απέδειξε ότι είχε εξαιρετική αντοχή και σπουδαίες ικανότητες. Μετά από την επιτυχή εκτέλεση διαφόρων αλμάτων από αεροσκάφος, έλαβε στις 23 Ιουνίου το πτυχίο της αλεξιπτωτίστριας και μάλιστα με εξαιρετική επίδοση όπως έγραψε ο Άγγλος αξιωματικός εκπαιδευτής της ("η επίδοσις αυτής της εκπαιδευομένης ήτο υψηλού επιπέδου"). Έτσι κατάφερε να γίνει η πρώτη και μοναδική Ελληνίδα αλεξιπτωτίστρια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (1939-1945).
Μυστική Αποστολή στην Κατεχόμενη Ελλάδα
Μετά την επιτυχή ολοκλήρωση της ειδικής εκπαίδευσής της στα Σχολεία Κατασκόπων και Αλεξιπτωτιστών, η Σόνια Στεφανίδου επέστρεψε στο Κάιρο, προκειμένου να της ανατεθεί ανάλογη μυστική αποστολή στην κατεχόμενη Ελλάδα. Η Μυστική Υπηρεσία I.S.L.D. περιέλαβε σε ειδική αποστολή και την Ελληνίδα αλεξιπτωτίστρια. Αυτή η αποστολή προέβλεπε τη
μυστική ρίψη με αλεξίπτωτο κάπου στη Δυτική Μακεδονία μιας ολιγομελούς Συμμαχικής ομάδας 3-4 ατόμων, με σταθμό ασυρμάτου για συλλογή και αναφορά πληροφοριών σε βάρος των εχθρικών δυνάμεων κατοχής. Η ομάδα αυτή θα συνεργαζόταν με τις ντόπιες αντιστασιακές οργανώσεις. Η Σόνια Στεφανίδου, ως μέλος αυτής της ομάδας, θα έπαιζε το σπουδαιότερο ρόλο : λόγω των ξένων γλωσσών που γνώριζε, θα ήταν το μόνο όργανο συλλογής των αναγκαίων πληροφοριών, τις οποίες θα έστελνε στη συνέχεια ο Έλληνας ασυρματιστής της ομάδας στη Μέση Ανατολή με τον ασύρματό του.
Με ένα μεταγωγικό πολεμικό αεροπλάνο της RAF ξεκίνησαν από τη Λιβύη με προορισμό τη Μακεδονία. Οι αλεξιπτωτιστές έπεσαν κάπου κοντά στη Φλώρινα. Η ομάδα άλλαζε θέσεις τη νύχτα και τη μέρα κρυβόταν σε ασφαλείς χώρους καλύψεως. Επί δύο περίπου μήνες, η ομάδα πέρασε από πολλά χωριά και βουνά της Πίνδου, για να φτάσει κάποια στιγμή στα ελληνοαλβανικά σύνορα, όπου αντιμετώπισε ένα απρόσμενο συμβάν. Στις 2 Σεπτεμβρίου 1943, οι Γερμανοί στρατιώτες συνέλαβαν όλα τα μέλη της ομάδας. Ακολούθησε η καταδίκη τους σε θάνατο. Όμως ένας Γερμανός φρουρός θέλησε να τους αφήσει ελεύθερους κι έτσι αυτοί κατέφυγαν σε ένα πυκνό δάσος. Λίγο αργότερα, η Στεφανίδου κινήθηκε προς τη Θεσσαλία. Το Δεκέμβριο του 1943 μπήκε σε ένα αγγλικό μεταγωγικό αεροπλάνο και έφυγε με προορισμό τη Βόρεια Αφρική.
Στη συνέχεια, η Στεφανίδου υπέβαλε αίτηση για να καταταχθεί στο «Εθελοντικό Στρατιωτικό Σώμα Ελληνίδων» που επρόκειτο να συσταθεί. Στις 22-2-1944 κατατάχθηκε στον 1ο Ενεργό Λόχο του συγκεκριμένου στρατιωτικού σώματος.
Μυστική αποστολή στην Κρήτη
Η Σόνια Στεφανίδου εστάλη στο χρονικό διάστημα μεταξύ Ιανουαρίου και Οκτωβρίου 1944 στην Κρήτη, σ' έναν από τους πιο γνωστούς ηγέτες της Εθνικής Αντίστασης Κρήτης, το Μανώλη Μπαντουβά, με κάποια ειδική αποστολή, η φύση της οποίας δεν είναι καταγεγραμμένη και ως εκ τούτου δεν έχει δημοσιοποιηθεί.
Αναχώρηση από το Κάιρο και επιστροφή στην ελεύθερη Ελλάδα
Η Στεφανίδου συνέχισε να υπηρετεί στο Υπουργείο Εξωτερικών και στο Γραφείο του Πρωθυπουργού σε όλο το διάστημα της παραμονής της ελληνικής κυβέρνησης στη Μέση Ανατολή. Οι πτέρυγες του Αλεξιπτωτιστή στο στήθος της στρατιωτικής της στολής - ένδειξη πολεμικού άλματος με αλεξίπτωτο - προκαλούσαν το θαυμασμό Ελλήνων και Συμμάχων Στρατιωτικών.
Κάποτε έφτασε η μεγάλη στιγμή της επιστροφής στην Ελλάδα. Στις 9 Οκτωβρίου 1944, πάτησε το πόδι της στην ελεύθερη πατρίδα.
ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1945-1990
Μετά την επιστροφή της στην πρωτεύουσα, η Στεφανίδου συνέχισε να υπηρετεί στο Υπουργείο Εξωτερικών / Διεύθυνση Εθιμοτυπίας, ως αποσπασμένη από το Υπουργείο Βιομηχανίας στο οποίο ανήκε οργανικά.
Για την προσφορά της στην πατρίδα, το κράτος αποφάσισε να της απονείμει το Μετάλλιον Εξαιρέτων Πράξεων και το Χρυσούν Αριστείον Ανδρείας.
Παράλληλα, συνέχισε να είναι και μέλος του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού (Ε.Ε.Σ.), προσφέροντας εθελοντικά τις υπηρεσίες της κατά τις ποικίλες δραστηριότητές του και ιδιαίτερα στους διάφορους εράνους και στη φιλανθρωπική Οργάνωση "Η Φανέλλα του Στρατιώτου".
Για την εν γένει πλούσια δράση της, τόσο στον πόλεμο όσο και στην ειρήνη, ο Ε.Ε.Σ. την τίμησε με ηθικές αμοιβές και διακρίσεις.
Ο Ε.Ε.Σ. μάλιστα την προήγαγε το 1952 σε Αδελφή Νοσοκόμο και την διατήρησε ενεργό μέλος του μέχρι το Δεκέμβριο του 1968. Επίσης, τιμήθηκε και από τους Βρετανούς με ένα παράσημο, το οποίο όμως το επέστρεψε στην Αγγλική Πρεσβεία στην Αθήνα μετά τα θλιβερά γεγονότα στην Κωνσταντινούπολη το 1955.
Στις 31 Δεκεμβρίου 1967 η Σόνια Στεφανίδου, ύστερα από 40 και πλέον έτη συνεχούς υπηρεσίας στο δημόσιο, συνταξιοδοτήθηκε από το Υπουργείο Εμπορίου και Βιομηχανίας με το βαθμό του Τμηματάρχου Α' . Από τότε αποτραβήχτηκε σε ένα ιδιόκτητο μικρό διαμέρισμα.
Τα τελευταία της χρόνια (1968 - 1990)
Τα τελευταία χρόνια της ζωής της, τα πέρασε ήσυχα. Παρέμεινε σεμνή και αφανής, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Το μοναδικό της περιουσιακό στοιχείο, το μικρό διαμέρισμά της, το άφησε στο Ίδρυμα "Στέγη Υγειονομικών". Την άνοιξη του 1990, η ηλικιωμένη Σόνια Στεφανίδου, παρουσίασε συμπτώματα καρδιοπάθειας και νοσηλεύτηκε σε διάφορες κλινικές. Στις 22 Αυγούστου του ίδιου χρόνου, τα μάτια της έκλεισαν για πάντα.