Η Πρωτομαγιά είναι μια από τις σημαντικότερες μέρες για το εργατικό κίνημα. Η Πρωτομαγιά είναι αφιερωμένη στους σκληρούς και πολυετείς αγώνες που έδωσαν οι εργάτες για την απόκτηση περισσότερων δικαιωμάτων και καλύτερων εργασιακών συνθηκών, πληρώνοντας ακόμη και με το ίδιο τους το αίμα πολλές φορές. Θέλουμε επίσης να διευκρινίσουμε ότι η Πρωτομαγιά δεν είναι γιορτή των λουλουδιών όπως θέλουν πολλοί να την παρουσιάσουν (κυρίως για εμπορικούς λόγους). Είναι μια μέρα που έχουμε καθήκον να αποτίσουμε φόρο τιμής στους εργάτες που σκοτώθηκαν αγωνιζόμενοι για τα δικαιώματα του παγκόσμιου εργατικού κινήματος. Ας θυμηθούμε λοιπόν ορισμένες Πρωτομαγιές που έμειναν στην ιστορία και σημάδεψαν την πορεία της εργατικής τάξης.
Πρωτομαγιά 1886 Η αιματοβαμμένη μέρα που θα μείνει για πάντα χαραγμένη στη μνήμη μας. Τη μέρα εκείνη ξέσπασαν στις ΗΠΑ μεγάλες απεργίες των εργατών, με αίτημα την καθιέρωση της οκτάωρης εργασίας. Το εργατικό κίνημα καταπνίγηκε βίαια, κυρίως στο Σικάγο, λόγω της βαρβαρότητας που επέδειξαν οι δυνάμεις καταστολής του κράτους. Το Σικάγο ήταν το μεγαλύτερο βιομηχανικό κέντρο των ΗΠΑ. Το σύνθημα των εργατών ήταν "Οχτώ ώρες δουλειά, οχτώ ώρες ανάπαυση, οχτώ ώρες ύπνο". Σας θυμίζουμε ότι οι εργάτες τότε δούλευαν πολλές ώρες, κάτω από ελεεινές συνθήκες και ότι υπήρχαν ακόμη και παιδιά που δούλευαν. Οι απεργίες που πραγματοποιήθηκαν το Μάιο του 1886 στις ΗΠΑ έμειναν στην ιστορία για τη μαζικότατη συμμετοχή των εργατών σε αυτές. Σε εκείνη την Πρωτομαγιά περίπου 400.000 άνθρωποι συμμετείχαν στις απεργίες που γίνονταν σε όλη την χώρα και πάνω από 80.000 στο Σικάγο. Εκείνο το Σάββατο του 1886, μια εργάσιμη μέρα, οι εργάτες, ξεκίνησαν με τις γυναίκες και τα παιδιά τους για να διαδηλώσουν ειρηνικά στο χώρο της συγκέντρωσης στην πλατεία Haymarket. Στη γύρω περιοχή, είχαν παραταχθεί ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις αποτελούμενες από 1.350 άνδρες, οπλισμένους με οπλοπολυβόλα που περίμεναν απλώς το σύνθημα για να ανοίξουν πυρ. Κι ενώ το πλήθος παρακολουθούσε τις ομιλίες, ο επικεφαλής της αστυνομικής δύναμης, διατάσσει να διαλυθεί η συγκέντρωση. Οι αστυνομικοί μαζί με μπράβους των εργοδοτών άρχισαν να χτυπούν τους συγκεντρωμένους χωρίς καμιά διάκριση.
Στις 3 Μαΐου 1886, η απεργία είχε εξαπλωθεί σε ιδιαίτερα μεγάλη κλίμακα. Οι εργοδότες άρχισαν να ανησυχούν, βλέποντας τον ξεσηκωμό πολυάριθμων εργατών. Οι βιομήχανοι φοβήθηκαν ότι δεν θα μπορούσαν να εκμεταλλεύονται με διάφορους τρόπους τους εργάτες όπως έκαναν τόσα χρόνια. Την ίδια μέρα, η αστυνομία πυροβόλησε εργάτες που διαδήλωναν, σκοτώνοντας 6 από αυτούς και τραυματίζοντας 30. Αυτές οι δολοφονίες προκάλεσαν την οργή και την αγανάκτηση της εργατικής τάξης.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να κάνουμε μια σύντομη αναφορά στον αγωνιστή August Spies (1855-1887), του οποίου το πλήρες όνομα ήταν August Vincent Theodore Spies. Ο August Spies είχε γεννηθεί στη Γερμανία και το 1872 μετανάστευσε στις ΗΠΑ, όπου εργάστηκε στις ταπετσαρίες. Σύντομα ασπάστηκε τις αντιεξουσιαστικές ιδέες και εξέδωσε την αντιεξουσιαστική εφημερίδα «Arbeiter Zeitung». Στις 4 Μαϊου 1886 ο Spies μίλησε σε μια μεγάλη συγκέντρωση εργατών στο Haymarket, αγανακτισμένος από τις δολοφονίες που πραγματοποίησε η αστυνομία. Στο μεταξύ, μια μεγάλη αστυνομική δύναμη ήταν εκεί κοντά και παρακολουθούσε τη συγκέντρωση. Το συγκεντρωμένο πλήθος ήταν αρκετά ήρεμο, αλλά ο επικεφαλής της αστυνομίας απαίτησε να διαλυθεί η συγκέντρωση, και οι αστυνομικοί άρχισαν να βαδίζουν παρατεταγμένοι προς το πλήθος. Κάποιος από το πλήθος πέταξε μια βόμβα με αναμμένο φιτίλι και η έκρηξη σκότωσε τέσσερις αστυνομικούς. Η αστυνομία άνοιξε πυρ εναντίον των συγκεντρωμένων εργατών με αποτέλεσμα να σκοτωθούν τουλάχιστον τέσσερις από αυτούς και να τραυματιστούν ακόμα περισσότεροι. Ξυλοκοπήθηκαν βάναυσα πολλοί διαδηλωτές και συνελήφθησαν πάνω από εκατό άτομα. Οι εφημερίδες και το κράτος άρχισαν μια συντονισμένη προπαγάνδα εναντίον των σοσιαλιστών και των αντιεξουσιαστών, παρουσιάζοντάς τους ως ενόχους και παραπληροφορώντας την κοινή γνώμη.
Οκτώ από τους πιο επιφανείς αντιεξουσιαστές (ο August Spies, ο Samuel Fielden, ο Albert Parsons, ο Adolph Fischer, ο George Engel, ο Michael Schwab, ο Louis Lingg και ο Oscar Neebe) παραπέμφθηκαν σε δίκη, χωρίς να υπάρχουν ενοχοποιητικά στοιχεία εις βάρος τους. Θα θέλαμε στο σημείο αυτό να σημειώσουμε ότι από τους 8 οι 5 (δηλαδή ο Spies, ο Fischer, ο Engel, ο Lingg και ο Schwab) ήταν μετανάστες από τη Γερμανία.
Η δίκη άρχισε στις 21 Ιουνίου 1886 στο ποινικό δικαστήριο της περιοχής Cooke. Οι υποψήφιοι για το σώμα των ενόρκων δεν επιλέχτηκαν με το συνηθισμένο τρόπο της κλήρωσης ονομάτων από ένα κιβώτιο. Σε αυτήν την περίπτωση ένας ειδικός δικαστικός κλητήρας, που ορίστηκε από τον κρατικό πληρεξούσιο Grinnell, διορίστηκε από το δικαστήριο για να επιλέξει τους υποψηφίους. Στην υπεράσπιση δεν επιτράπηκε να παρουσιάσει στοιχεία ότι ο ειδικός δικαστικός κλητήρας είχε εκφράσει δημόσια την επιθυμία του να κρεμαστούν όλοι οι κατηγορούμενοι. Η τελική σύνθεση του σώματος των ενόρκων ήταν αστεία: αποτελούνταν από επιχειρηματίες, τους υπαλλήλους τους και έναν συγγενή ενός από τους νεκρούς αστυνομικούς. Δηλαδή, όλοι οι ένορκοι ήταν άτομα που διακατέχονταν από εχθρικά αισθήματα απέναντι στους αντιεξουσιαστές εργάτες. Καμία απόδειξη δεν παρουσιάστηκε από τους εκπροσώπους του κράτους ότι οποιοδήποτε από τα οκτώ άτομα που βρίσκονταν ενώπιον του δικαστηρίου είχε ρίξει τη βόμβα, ήταν συνδεμένο με τη ρίψη της, ή είχε ποτέ εγκρίνει τέτοιες ενέργειες. Στην πραγματικότητα, μόνο τρεις από τους οκτώ ήταν στο Haymarket Square εκείνο το βράδυ. Επίσης, δεν παρουσιάστηκε κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι οποιοσδήποτε από τους ομιλητές είχε υποκινήσει τη βία. Μάλιστα, στην κατάθεσή του ο δήμαρχος Harrison περιέγραψε τις ομιλίες σαν «μαλακές (tame)». Η πολιτική αγωγή δεν παρουσίασε κανένα στοιχείο που να συνδέει τους κατηγορούμενους με τη βόμβα. Οι μάρτυρες κατέθεσαν ότι δεν είδαν κάποιον από τους κατηγορούμενους να πετάει τη βόμβα, αλλά το δικαστήριο αποφάσισε να καταδικάσει σε βαρύτατες ποινές και τους οκτώ.
Από όλα όσα αναφέραμε μπορείτε να κατανοήσετε ότι η δίκη ήταν στημένη και ότι η καταδίκη ήταν προαποφασισμένη. Στην ουσία, οι κατηγορούμενοι δικάζονταν για τις αντιεξουσιαστικές τους ιδέες και για την ενεργή συμμετοχή τους στους αγώνες και στις διεκδικήσεις των εργατών. Η δίκη έκλεισε όπως είχε ανοίξει, όπως βεβαιώνεται από τα λόγια της κατακλείδας ομιλίας του κρατικού πληρεξούσιου Grinnell στους ένορκους. Το δικαστήριο τους καταδίκασε σε θάνατο. Όταν ο Spies απευθύνθηκε στο δικαστήριο μετά την καταδίκη του, φώναξε : «Εάν νομίζετε ότι με το να μας κρεμάσετε μπορείτε να συντρίψετε το εργατικό κίνημα... το κίνημα από το οποίο τα καταπιεσμένα εκατομμύρια, τα εκατομμύρια που μοχθούν στη δυστυχία και τη στέρηση, περιμένουν τη σωτηρία - εάν αυτή είναι η άποψή σας, τότε κρεμάστε μας! Εδώ θα τσαλαπατήσετε έναν σπινθήρα, αλλά εκεί και εκεί, πίσω σας και μπροστά σας και παντού, οι φλόγες καίνε. Είναι μια κρυφή πυρκαγιά. Δεν μπορείτε να τη σβήσετε.». Η απόφαση του δικαστηρίου προκάλεσε τη δικαιολογημένη αγανάκτηση των εργατών της χώρας. Τρεις από τους καταδικασθέντες αγωνιστές γλύτωσαν τελικά την εκτέλεση. Από τους υπόλοιπους πέντε, ο Louis Lingg αυτοκτόνησε στο κελί του. Στις 11 Νοεμβρίου 1887, ο 32χρονος August Spies, ο 39χρονος Albert Parsons, ο Adolph Fischer και ο 51χρονος George Engel, όλοι τους αντιεξουσιαστές, απαγχονίστηκαν δημόσια. Αυτόπτες μάρτυρες είπαν ότι, καθώς οι 4 αγωνιστές περπατούσαν προς τα ικριώματα, τραγουδούσαν τη Μασσαλιώτιδα, που τότε ήταν ο ύμνος του διεθνούς επαναστατικού κινήματος. Οι συγγενείς τους, που είχαν πάει για να τους συμπαρασταθούν, συνελήφθησαν αμέσως από την αστυνομία. Λίγο πριν θανατωθεί από τους δήμιούς του ο 32χρονος August Spies φώναξε: «Πλησιάζει η μέρα που η σιωπή μας θα είναι πιο δυνατή από τις φωνές μας που στραγγαλίζετε σήμερα». Οι καταδικασμένοι δεν πέθαναν αμέσως, αλλά ο θάνατός τους ήταν αργός και βασανιστικός, και οι θεατές έφυγαν εμφανώς συγκλονισμένοι.
Το 1889 αποφασίστηκε από το συνέδριο της Δεύτερης Διεθνούς Ένωσης Εργατών στο Παρίσι να εορτάζεται η Πρωτομαγιά ως διεθνής εργατική γιορτή σε ανάμνηση των εκτελεσθέντων εργατών του 1886. Στις 26 Ιουνίου 1893, ο κυβερνήτης του Ιλινόις απένειμε χάρη στους 3 εργάτες που ήταν στη φυλακή, γιατί αποδείχτηκε πως, τελικά, ήταν και οι οκτώ κατηγορούμενοι αθώοι. Δήλωσε μάλιστα πως οι απαγχονισμένοι ήταν «θύματα της υστερίας, ενός στημένου σώματος ενόρκων και ενός μεροληπτικού δικαστή». Περιττό να πούμε ότι η πολιτική του καριέρα τελείωσε εκείνη τη μέρα. Αργότερα, ο επικεφαλής της αστυνομίας του Σικάγου, που έδωσε την εντολή για τη βίαιη διάλυση της συγκέντρωσης των εργατών, καταδικάστηκε για διαφθορά.
Οι αγώνες των εργατών συνεχίστηκαν, με αποτέλεσμα το 1898 να κερδίσουν το οκτάωρο οι εργάτες των ορυχείων και το 1900 οι οικοδόμοι. Ακολούθησαν κι άλλες κινητοποιήσεις και τελικά το οκτάωρο θεσπίστηκε επίσημα στην Αμερική το 1938.
Η Πρωτομαγιά του 1893Η πρώτη εργατική Πρωτομαγιά στην Ελλάδα γιορτάστηκε το 1893, με πρωτοβουλία του Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου (Κ.Σ.Σ.) του Σταύρου Καλλέργη. Αξίζει να αναφέρουμε ότι ο Κ.Σ.Σ. είχε ιδρυθεί το 1890, εξέδιδε την εφημερίδα «Σοσιαλιστής» και είχε σαν στόχο τη διάδοση των σοσιαλιστικών ιδεών και την αφύπνιση της εργατικής τάξης. Όπως ακριβώς είχε καθοριστεί, στις 2 Μάη του 1893, ημέρα Κυριακή και ώρα 5 μ.μ. ο Καλλέργης μαζί με διάφορους σοσιαλιστές και εργαζόμενους, συγκεντρώθηκαν στο Στάδιο, όπου και γιόρτασαν την παγκόσμια ημέρα της Εργατικής Τάξης. Οι πληροφορίες στον Τύπο της εποχής παρουσιάζουν μεγάλη απόκλιση αναφορικά με τον αριθμό των συγκεντρωμένων. Σύμφωνα με άρθρο που δημοσίευσε η «Εφημερίς» για τους σοσιαλιστές : «Οι πλείστοι εξ αυτών ήσαν εργάται, ευπρεπώς κατά το πλείστον ενδεδυμένοι, με ερυθράς κονκάρδας επί της κομβιοδόχης, και πολύ ήσυχοι άνθρωποι. Αυτοί είναι οι πρώτοι σοσιαλισταί εν Ελλάδι, και συνήλθον χθες εις το πρώτον αυτών εν Αθήναις συλλαλητήριον». Ομιλητής σε εκείνη την Πρωτομαγιάτικη συγκέντρωση ήταν ο Σταύρος Καλλέργης, ο οποίος μεταξύ άλλων είπε: «Ο σκοπός της συναθροίσεώς μας ενταύθα είναι να υπογράψωμεν ψήφισμα διά να δοθή εν καιρώ εις την Βουλήν. Το ψήφισμα δε, έχει ως εξής: Συνελθόντες σήμερον την 2 Μαΐου ημέραν Κυριακήν και ώραν 5 μ.μ. εν τω Αρχαίω Σταδίω οι κάτωθι υπογεγραμμένοι μέλη του "Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου" και υπό μισθόν πάσχοντες εψηφίσαμεν:
Α) Την Κυριακήν να κλείνονται τα καταστήματα, καθ' όλην την ημέραν, και οι πολίται ν' αναπαύωνται.
Β) Οι εργάται να εργάζωνται 8 ώρας την ημέραν.
Γ) Ν' απονέμηται σύνταξις εις τους εκ της εργασίας παθόντας και καταστάντας ανικάνους προς διατήρησιν εαυτών και της οικογενείας των.
Δ) Το συμβούλιον του "Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου" να επιδώση το ψήφισμα εις την Βουλήν.
Οι παραδεχόμενοι το ψήφισμα ας υπογράψουσιν αυτό. Δεν πιστεύω δε να υπάρχη τις ενταύθα ο οποίος να μη παραδέχεται τας σοσιαλιστικάς ιδέας και το ψήφισμα. Η συνάθροισίς μας ενταύθα σήμερον έχει παγκόσμιον χαρακτήρα...». Ύστερα από την ομιλία του Καλλέργη – σύμφωνα με το ρεπορτάζ του «Σοσιαλιστή» - συγκεντρώθηκαν μέσα σε μισή ώρα 500 υπογραφές κάτω από το ψήφισμα. Η συγκέντρωση των υπογραφών συνεχίστηκε και στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα με αποτέλεσμα να συγκεντρωθούν περί τις 2.000. Το Δεκέμβριο του 1893, ο Καλλέργης πήγε στη Βουλή και παρέδωσε το συγκεκριμένο ψήφισμα. Όμως, το ψήφισμα δεν έγινε δεκτό, ο Πρόεδρος της Βουλής έδειξε ειρωνική διάθεση απέναντι στον Καλλέργη όταν παρέλαβε το ψήφισμα και διέταξε τη σύλληψή του. Οι στρατιώτες συνέλαβαν αμέσως τον Καλλέργη, τον κτύπησαν και τον οδήγησαν σε ένα αστυνομικό τμήμα όπου παρέμεινε εκεί για 2 ημέρες. Στη συνέχεια, ο Καλλέργης καταδικάστηκε να εκτίσει ποινή φυλάκισης 10 ημερών στις φυλακές του Παλαιού Στρατώνα.
Η Πρωτομαγιά του 1894Μετά τον επιτυχή εορτασμό της Πρωτομαγιάς του 1893 και τα όσα επακολούθησαν με την επίδοση του ψηφίσματος, τη σύλληψη και την καταδίκη του Καλλέργη, κυριάρχησε ενωτικό πνεύμα στις τάξεις των σοσιαλιστικών ομάδων της εποχής. Οι ομάδες αυτές κινήθηκαν στην κατεύθυνση ενός ενωτικού εορτασμού της παγκόσμιας μέρας της εργατικής τάξης, κάτι που - παρά τις διαφορές τους - κατάφεραν να φέρουν σε πέρας στις πρωτομαγιάτικες εκδηλώσεις του 1894. Τη μέρα του εορτασμού, οι αστυνομικές δυνάμεις βρέθηκαν σε κινητοποίηση. Η Πρωτομαγιά του 1894 γιορτάστηκε την 1η του Μάη στο Στάδιο και οι εφημερίδες εκείνης της μέρας ανήγγειλαν τη συγκέντρωση που είχε προγραμματιστεί για τις 5 μ.μ. Η «Ακρόπολις» του Γαβριηλίδη έγραφε στο πρωτομαγιάτικο φύλλο της: «Σήμερον την 5 μ.μ. εν τω Σταδίω η συγκέντρωσις των εν Αθήναις και Πειραιεί Σοσιαλιστών. Την ανάπτυξιν των αρχών του σοσιαλισμού θα κάμη ο κ. Π. Δρακούλης. Από χθες εκυκλοφόρησεν εις τας οδούς μακροσκελής έκκλησις προς τους εργάτας εν η δι' επαναστατικού ύφους καλείται και ο λαός να συμμετάσχη της διαδηλώσεως». Ο κόσμος άρχισε να προσέρχεται στο Στάδιο από τις 4 μ.μ.
Στη συγκέντρωση μίλησε ο σοσιαλιστής Πλάτωνας Δρακούλης και στη συνέχεια το λόγο πήρε ο Καλλέργης, του οποίου η ομιλία ήταν ιδιαίτερα καταγγελτική απέναντι στην πλουτοκρατία και το κεφαλαιοκρατικό σύστημα. Στο τέλος μίλησε ο φοιτητής νομικής Ευάγγελος Μαρκαντωνάτος και ο Δ. Γραμματικός. Ο Δ. Γραμματικός τόνισε ότι είναι αναγκαίο να μορφωθούν οι εργάτες, για να καταπολεμηθεί η αμάθεια που αποτελούσε την κύρια αιτία της πολιτικής τους παθητικότητας.
Η συγκέντρωση κατέληξε στο παρακάτω ψήφισμα :
«Οι διεθνείς σοσιαλισταί και οι εργάται Αθηνών - Πειραιώς
Προς την κυβέρνησιν της Ελλάδος
Συνελθόντες σήμερον την 1η Μαΐου του 1894 έτους, ημέραν Κυριακήν και ώραν 5 μ.μ. πάντες οι διεθνείς Σοσιαλισταί και εν γένει πάντες οι υπό μισθόν ευρισκόμενοι και πάσχοντες εργάται Αθηνών - Πειραιώς, αποφασίζομεν και ψηφίζομεν τα εξής:
α) Την Κυριακήν να κλείνονται τα καταστήματα καθ' όλην την ημέραν και οι εργάται ν' αναπαύωνται.
β) Οι εργάται να εργάζωνται επί 8 ώρας την ημέραν και ν' απαγορευθή η εργασία εις τους ανηλίκους.
γ) Να απονέμηται σύνταξις εις τους εκ της εργασίας παθόντας και καταστάντας ανίκανους προς συντήρησιν εαυτών και της οικογενείας των.
δ) Να καταργηθώσιν αι θανατικαί εκτελέσεις.
ε) Ανατίθεται εις τους διευθυντάς των σοσιαλιστικών εφημερίδων η επίδοσις του παρόντος ψηφίσματος εις την κυβέρνησιν, επί τη βάσει του οποίου παρακαλείται αύτη να συντάξη νομοσχέδιο και υποβάλη τούτο εις την Βουλήν προς ψήφισιν κατά την αμέσως συγκληθησομένην αυτής σύνοδον.
Αθήναι, 1η Μαΐου 1894».
Μάιος του 1936Στην ιστορία έμειναν και οι μεγάλες απεργίες στη Θεσσαλονίκη το Μάιο του 1936. Με αίτημα την αύξηση του ημερομισθίου από τις 75 στις 120-135 δραχμές, η «Πανελλήνια Καπνεργατική Ομοσπονδία» κάλεσε τα μέλη της σε απεργία. Στις 29 Απριλίου οι καπνεργάτες ξεκίνησαν στη Θεσσαλονίκη τον απεργιακό τους αγώνα. Τις πρώτες μέρες του Μαΐου 1936 οι απεργίες είχαν αυξηθεί σημαντικά, όπως και οι εκδηλώσεις αλληλεγγύης προς τους απεργούς καπνεργάτες. Στις 8 Μαΐου η χωροφυλακή της Θεσσαλονίκης εμπόδισε τους χιλιάδες απεργούς να κατευθυνθούν στο Διοικητήριο. Χρησιμοποίησαν απροκάλυπτη βία με αποτέλεσμα να τραυματιστούν σοβαρά πολλοί καπνεργάτες. Στη συνέχεια ξεκίνησαν απεργία οι εργάτες των σιδηροδρόμων, οι εργαζόμενοι στον ηλεκτρικό, οι τροχιοδρομικοί κ.α. Η κυβέρνηση του (μετέπειτα δικτάτορα) Ιωάννη Μεταξά θέλοντας να φιμώσει το απεργιακό κίνημα, επιστράτευσε τους σιδηροδρομικούς και τους τροχιοδρομικούς, ενώ πέραν της χωροφυλακής, ανέθεσε και στο Γ’ Σώμα Στρατού να είναι σε ετοιμότητα. Οι αποφάσεις της κυβέρνησης όμως έφεραν αποτελέσματα εντελώς αντίθετα από αυτά που ανέμενε. Στις 9 Μαΐου διευρύνθηκε το μέτωπο των εργαζομένων που συμμετείχαν στην απεργία. Αρτεργάτες, λιμενεργάτες, βιομηχανικοί εργάτες κ.α., συνολικά 25.000 εργαζόμενοι, δήλωσαν ότι απεργούν. Η βαρβαρότητα που επέδειξε η χωροφυλακή στην προσπάθειά της να διαλύσει τις διαδηλώσεις δεν φόβισε τους απεργούς. Οι δυνάμεις καταστολής πυροβολούσαν όποιον έβρισκαν μπροστά τους, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν τουλάχιστον 12 εργάτες και να τραυματιστούν περίπου 280-300. Η κυβέρνηση διέταξε το στρατηγό Ζέππο του Γ’ Σώματος Στρατού να καταστείλει τις απεργιακές κινητοποιήσεις. Οι εργάτες ζήτησαν την τιμωρία των δολοφόνων χωροφυλάκων και του διοικητή της χωροφυλακής συνταγματάρχη Ντάκου. Στην κηδεία των δολοφονημένων εργατών που έγινε στις 10 Μαΐου, ξεπέρασαν τις 250.000 οι πολίτες που τους συνόδευσαν στο νεκροταφείο. Η οργή του λαού ανάγκασε τους χωροφύλακες να παραμείνουν κρυμμένοι στα γραφεία τους. Η 24ωρη πανελλαδική απεργία που κηρύχθηκε στις 13 Μαΐου ήταν ιδιαίτερα επιτυχημένη. Τελικά, μετά από πολλές ανθρώπινες απώλειες έγιναν δεκτά, στο σύνολό τους, τα αιτήματα των απεργών.